Σφαγμένος από Βουλγάρους...

Του Νίκου Κύρκου

Δημοσίευση: 04 Νοε 2016 13:02

Το μισό φετινό καλοκαίρι το ξόδεψα ψάχνοντας τενεκετζή. Ώσπου βρήκα αυτόν που πριν από εξήντα χρόνια είχε περάσει τα λούκια στη σκεπή του παλιού σπιτιού στο χωριό.

"Άδικα ψάχνεις", μου λέει. "Δεν υπάρχει πουθενά εδώ γύρω τενεκετζής. Οι παλιοί πέθαναν ή ογδοντάρησαν-πόσο ακόμα να τους κρατήσουν τα πόδια ν' ανεβαίνουν σκάλες και σκεπές. Οι νέοι δεν συνέχισαν το επάγγελμα. Ούτε στα χωράφια πάνε. Ούτε τέχνες μαθαίνουν. Μην ψάχνεις. Δε θα βρεις. Αλλά ξέρω κάποιους Βούλγαρους. Περνούν πότε-πότε από δω. Φτηνοί είναι. Μόλις τους δω θα τους στείλω".

Περίμενα. Τι άλλο να έκανα. Καμιά φορά, ένα πρωινό ζεστό, τέλη Αυγούστου, δυο μέρες μετά τα εννιάμερα της Παναγίας και μία μέρα μετά τη γιορτή του Αγίου Κοσμά, ναός του οποίου στολίζει τον Πυργετό, το θαύμα έγινε. Δυο παμπάλαιες σακαράκες, με τους προφυλακτήρες να γδέρνουν την άσφαλτο, σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι στον κεντρικό δρόμο. Από μέσα ξεδιαλέχτηκαν παππούς, πατέρες, γιοί, νύφες, μάνες, πεθερές, μυξιάρικα δέκα. Το όλον μια γειτονιά από μόνοι τους. Όχι, αρκούδες και μαϊμούδες δεν είδα. Ούτε κότες. Πώς χωρούσε όλο αυτό το ανθρωπομάνι, μαζί με τα συμπράγκαλα,       στα δυο σαράβαλα, μυστήριο. Κατέβηκαν κι έκαναν κατοχή σε όλη την αυλή. Οι γυναίκες έκατσαν στις ακροβολισμένες πλαστικές καρέκλες, άλλες πάνω στο χορτάρι, ενώ τα μυξιάρικα πλαλούσαν όλη την ώρα τσιρίζοντας. Μαύρισε ο τόπος Βούλγαρους. Γυφτοβούλγαρους. Απ' τη Φιλαδέλφεια ήταν, είπαν.

"Πόσο", είπα δείχνοντας τη στέγη.

 "Εφτά ευρώ το μέτρο αφεντικό".

Υπολόγισα. Τριάντα το πολύ μέτρα, γύρω στα διακόσια,  διακόσια πενήντα ευρώ.

"Εντάξει".

Κατέβασαν απ' τα σαράβαλα λαμαρίνες, κορδονιέρες, μποτίλια υγραερίου, καλάι, κόπτες, πένσες κι έπιασαν δουλειά. Μπόλιασαν λαμαρίνες, δυο τρεις ανέβηκαν στα κεραμίδια, ξήλωναν τα παλιά σκουριασμένα λούκια, περνούσαν τα καινούργια, άλλος τα συγκολλούσε, άλλος τα στερέωνε. Όλοι οι άντρες δούλευαν ασταμάτητα. Οι γυναίκες κάθονταν. Και όλο μου ζητούσαν πότε νερό, πότε καμιά πορτοκαλάδα, λίγο ψωμί για τα μικρά. Μία έκατσε στο σκαλοπάτι και με κοιτούσε. Σε δυο ώρες και πολύ λέω, έτοιμο το έργο. Έφτασε η ώρα της πληρωμής. Μου ζήτησαν τα διπλάσια, και. Αντέδρασα. Αμάν ζαμάν, ανένδοτοι. Δεν περίμενα τόσα όταν είχα υπολογίσει τα μισά. Αν το ήξερα δεν θα έκανα τίποτα κι ας έπεφτε ο τοίχος. Στους καιρούς που ζούμε τέτοια πράγματα είναι πολυτέλειες. Τσίμα- τσίμα...

Στριμώχτηκαν όλοι μπροστά στο μπαλκόνι και χειρονομώντας  ζητούσαν επίμονα τα εργατικά τους. Όρθιος στο κεφαλόσκαλο, με το χέρι υψωμένο και το δείκτη προτεταμένο, σαν ρήτορας φευγάτος, προσπαθούσα να τους τιθασεύσω. Ήταν ένα  ανεξέλεγκτο πλήθος έτοιμο να με κατασπαράξει. Κάθε προσπάθεια να τους μεταπείσω, προκαλούσε έντονες αποδοκιμασίες. Ανήμπορος να πράξω διαφορετικά, αιχμάλωτος στο ίδιο μου το σπίτι, πλήρωσα. Τσακίστηκαν κι έφυγαν.

Καθόμουν τώρα και σκεφτόμουν γιατί πλήρωσα, σχεδόν αμαχητί, ενώ θα μπορούσα να καλέσω φερ' ειπείν την Αστυνομία. Λοιπόν, ήταν τα μάτια τους. Όλοι, γυναίκες, άντρες,  παιδιά, είχαν περίεργα γραμμωτά, στο χρώμα της μέλισσας, μάλλον της σφήκας μάτια. Μάτια που μαγνήτιζαν που υπνώτιζαν που δεν αντέχονταν να τα κοιτάς. Λες και γράπωναν τα πράγματα μ' αυτά και τα εκσφενδόνιζαν στο υπερπέραν. Ειδικά οι γυναίκες. Ειδικότερα οι νύφες. Σαν να ήταν μια άγνωστη φυλή που βγήκε από τα βάθη της ζούγκλας κι ήθελε με τα μάτια της να κατακτήσει τον κόσμο. Η τέχνη ήταν το πρόσχημα. Τα φρύδια τους φαρδιά, αφτιασίδωτα, με ίδια γραμμή. Τα χάζευα κρυφά όλη την ώρα. Κι αναρωτιόμουν γιατί πλήρωσα. Γι' αυτό. Γι' αυτά τα μάτια. Καλά να πάθω. Ωστόσο δεν το χώνεψα. Μια και δυο πήγα στον προξενητή. Το και το, λέω. Σ' έσφαξαν οι Βούλγαροι, λέει. Χαίρω πολύ, λέω κι έφυγα.

Καθώς επιθεωρώ τώρα τη δουλειά τους, βλέπω ότι ο ασβέστης στους τοίχους έχει φθαρεί σε πολλά σημεία. Οι σοβάδες ξεφλουδίστηκαν από τα χρόνια, θέλουν ξύσιμο. Το χρώμα θάμπωσε. Έξι δεκαετίες σπίτι, από πλιθιά, τι περιμένεις. Δε θέλει πολύ να πέσει με τις βροχές που έρχονται, το βάρος του χιονιού. Πρέπει επειγόντως να ψάξω να βρω τίποτα Αλβανούς, Ρουμάνους, τίποτα Ρωσοπόντιους.... 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass