Η έννοια της ουδετεροθρησκείας εἶναι μία ἀόριστη καί ἀσαφής έννοια, η οποία στο διεθνές ἐκκλησιαστικό δίκαιο ἒχει ποικίλες ερμηνείες. Ο όρος «θρησκευτική οὑδετερότητα» ή «ουδετεροθρησκεία» έχει βαθιά τη ρίζα του στον ταραγμένο 16ο αιώνα στήν Ευρώπη, με τα γεγονότα τῆς Μεταρρύθμισης καί τούς θρησκευτικούς πολέμους. Το ιδεολογικό αὐτό μόρφωμα εἶναι γέννημα της απολυτοποίησης του ορθού λόγου και του δόγματος Deus Greator, sed non Gubernator, παραποιήσεις του Χριστιανισμού. Στο βάθος κρύβεται μία εσφαλμένη αντίληψη για λύτρωση απο τον «σκοταδισμό της θρησκείας», δηλαδή αθεϊσμός, με ό,τι συνεπάγεται και με την πάροδο του χρόνου θα εμφανισθούν π.χ. μια σειρά ζητημάτων, εορτολόγιο, επίσημες ἀργίες και τελετές, ιερά σύμβολα, και άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις, με το ερώτημα πώς θα αντιμετωπισθούν όλα αυτά με την εφαρμογή της ουδετεροθρησκείας;
Τά ζητήματα αυτά δεν είναι καθόλου δευτερεύουσας σημασίας για τον ελληνικό λαό που στην συντριπτική πλειοψηφία του αποδέχεται- ασπάζεται την Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι η ρήτρα αυτή δεν έχει και για ένα ακόμη λόγο, θέση στο Άρθρο 3 και μάλιστα εμφαντικά ως πρώτη παράγραφος. Ο λόγος είναι ότι έρχεται σε ευθεία αντίφαση με το αμέσως παρακάτω κείμενο- της πρότασης αλλαγής του Άρθρου 3, το οποίο ομιλεί γιά «επικρατούσα Θρησκεία στην Ελλάδα, την Ορθόδοξη Εκκλησία». Δηλαδή, από το ένα μέρος ουδετεροθρησκεία και από το άλλο επικρατοῦσα Θρησκεία, η Ορθόδοξη Εκκλησία. Εξαρτάται βεβαίως ποια ερμηνεία δίδεται εκάστοτε στον όρο «Επικρατούσα Θρησκεία» που έχει και διαπιστωτικό και κανονιστικό χαρακτήρα. Επίσης απαράδεκτη κρίνεται η απάλειψη της λέξης «Ανατολικῆς» Ορθόδοξης Εκκλησίας, του ονόματος του Χριστού καθώς και εν συνεχεία η φράση, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται σύγχυση και ακόμη περισσότερη αοριστολογία, καθ’ ότι έχει πάντοτε σημασία η ακρίβεια της ορολογίας και μάλιστα σε νομικά κείμενα ως και η αντίστοιχη Θεολογική καί Εκκλησιολογική. Ποιανού είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία; Δεν είναι του Χριστού; Τί μας φοβίζει η επίκληση του θείου Ονόματος; Η Εκκλησία δεν είναι μια καλή έστω Μ.Κ.Ο., ένα σωματεῖο, ένα σύστημα πού φτιάχνει οπαδούς και φίλους. Γι αὐτό φθάνουν άλλοι νά διαχωρίζουν Χριστό καί Ἐκκλησία και άλλοι να θέλουν νά «ἐπιδιορθώσουν» καί «σώσουν» τήν Εκκλησία. Το Σύνταγμα δεν είναι «προοδευτικό» όταν εκφράζεται για εκκλησιολογικά ζητήματα με αντιεκκλησιαστικό τρόπο και μη θεολογική ορολογία. Βέβαια είναι γεγονός ότι η Εκκλησία ως θεοῒδρυτο καθίδρυμα με τη θεολογική έννοια του όρου, ως «Σώμα» καί «Πλήρωμα» Χριστοῦ θά συνεχίζει να συναντά στα πρόσωπα των ανθρώπων την ἀρνηση και την περιφρόνηση, αλλά ταυτόχρονα και την κατάφαση καί βίωση τοῦ μυστηρίου αυτής, της άλλης πραγματικότητος. Σχέσεις Κράτους Εκκλησίας
Όσον αφορά στις έως τώρα σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα τα άρθρα 3 και 13 είναι ο Πυρήνας της ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας του Συντάγματος1975/1986/2001. Με τα άρθρα αυτά ο συντακτικός νομοθέτης προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο πόλους: από τη μία στην υποχρέωσή του να αποδώσει σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και να διατηρήσει τον βαθύ δεσμό της με τον Ελληνισμό και από την άλλη να διασφαλίσει την ισότητα όλων των γνωστών θρησκειών. Με το Άρθρο 3 του Συντάγματος λοιπόν, χαρακτηρίζει ως επικρατούσα τη θρησκεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ με το άρθρο 13 του Συντάγματος καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία. Αν δούμε τη σχέση της Μοναρχίας στην Αγγλία με την Εκκλησία που προσδιορίζεται από δύο πράξεις του 18ου αιώνα, πρώτον η Βασίλισσα είναι τυπικά αρχηγός της Εκκλησίας, αλλά δεύτερον δεν συμμετέχει στις εργασίες της Συνόδου σχετικά με θεολογικά, ποιμαντικά ή άλλα θέματα, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σοφία και τη δημοκρατικότητα του Ελληνικού Συντάγματος του 1975 που ισχύει έως σήμερα.
Από τον Δημήτριο Σκρέτα, δρα Θεολογίας