Πού πάει αυτός ο κόσμος; Ποιος δεν βλέπει την απολυτοποίηση των υλικών αξιών; Το αφιόνι της πνευματικής αποχαύνωσης; Την καταναλωτική υστερία; Την απανθρωπιά των πολιτικών και οικονομικών ολοκληρωτισμών; Την αλλοτρίωση του ανθρώπου; Την τάση για εκκοσμίκευση της εκκλησίας; Τη συντήρηση της βουλιμίας για παρασιτισμό; Ποιος άραγε δεν βλέπει την κοινωνική αδικία; Την κοινωνική αναταραχή και βία; Τη θρησκευτική αδιαφορία και τον εκκλησιαστικό αποχρωματισμό της ελληνικής κοινωνίας; Τη διάβρωση του λαού διά μέσου της φιλοσοφίας του λαϊκισμού; Την καλλιέργεια της διχόνοιας των Ελλήνων; Την απουσία των υπαρκτικών ερωτημάτων που σχετίζονται με την ποιότητα της ζωής; Την εθνοκαπηλία; Τη διατάραξη των αρμονικών σχέσεων εκκλησίας και πολιτείας; Τη συρρίκνωση και αλλοίωση της γλώσσας; Ποιος δεν βλέπει τον αποθηλασμό μας από την ιστορική παράδοση; Την κατακόρυφη πτώση της παιδείας ένεκα του πρακτικού ευδαιμονισμού; Τον αναιδή, απροκάλυπτο και προκλητικό εμπαιγμό της εκκλησίας και του ιερού κλήρου; Ποιος δεν βλέπει τον πνευματικό υποσιτισμό; Την κατάργηση κάθε ιδανικού της νεολαίας; Την κατάχρηση της εξουσίας, τη χρήση της αυθαιρεσίας; Την άστοχη και κακή εν γένει αντιμετώπιση των κοινωνικών, γλωσσικών και εθνικών προβλημάτων και τόσων άλλων κακών τα οποία έχουν ως συνέπεια την αποτελμάτωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του Νέου Ελληνισμού; Ποιος δεν βλέπει ότι οι μειοψηφίες κυβερνούν τις πλειοψηφίες; Ουδέποτε ίσως ο κόσμος υπήρξε τόσο φοβερός, για τον άνθρωπο όσο σήμερα.
Σ’ αυτόν τον απαίσιο κόσμο έρχεται ο ιερέας, ο οποίος με την αγάπη του, που συνιστά την ουσία της ζωής, θα σηκώσει τον σταυρό του με ταπεινοφροσύνη και άκρα σιωπή. Το έργο του ορθοδόξου ιερέα σήμερα συνίσταται κυρίως στο να φανερώνει την ιερωσύνη, όπως οφείλει να είναι στη χριστιανική της χαρισματικότητα και μαρτυρία: σταυρωμένη στην καρδιά των σημερινών εξελίξεων· σταυρωμένη στην ανθρώπινη περιπέτεια.
Σημασία, επιτέλους, έχει τι είναι η εκκλησία για τον κόσμο και όχι ο κόσμος για την εκκλησία. Υπάρχει πράγματι ένας κόσμος άκοσμος, από αγιασμένος που μας θλίβει. Είναι αυτός που περιγράψαμε παραπάνω. Και το ανθρώπινο ερώτημα είναι, πώς ένας ιερέας, ένας ποιμένας μπορεί να επιδράσει δημιουργικά σ’ αυτή την ταραγμένη ώρα του κόσμου και του ανθρώπου; Ποια ιερατική γλώσσα μπορεί να κατανοεί ο σημερινός ψευδίζων άνθρωπος; Ή ποια ιερατική καρδιά μπορεί να θραύσει την τεχνολογική οθόνη των καιρών μας που κρύβει κάθε εσχατολογικό βάθος; Το σημαντικό βέβαια, κατά την ταπεινή μας αντίληψη, δεν είναι τα προσόντα ή κάποιες πρωτοβουλίες των κάθε βαθμίδας ποιμένων, αλλά η ταπεινοφροσύνη και η ευθύνη τους για την παράταση του λόγου και των πράξεων του Θεού στην εκκλησία και διά της εκκλησίας στον κόσμο. Η ιερωσύνη, λοιπόν, είναι η τέχνη να υποφέρεις ή να σταυρώνεσαι, όταν μάλιστα σχετίζεται με την αλήθεια και όχι την αυθεντία, την αγάπη και όχι τη βία, την ελευθερία και όχι την εξουσία. Ο ιερέας όπως και ο Κύριός του δεν έρχεται να κρίνει αλλά να σταυρωθεί ενώπιον του σκανδάλου μιας ανθρώπινης ελευθερίας, που σταυρώνει τον Θεό.
Η ιερατική τέχνη είναι να επικεντρώνετε το έργο σας όχι στις ιστορικές εξελίξεις της κοινωνίας, αλλά στην καρδιά του ανθρώπου που κρατά ζωντανή τη σπίθα της αιωνιότητάς μας μέσα στη στάχτη του πολιτισμού μας. Σ’ αυτό το φοβερό μυστήριο της καρδιάς του ανθρώπου πρέπει να ρίξει η ιερωσύνη το βάρος της για να γνωρίσουν οι άνθρωποι τους δρόμους που οδηγούν στον Τριαδικό Θεό. Η ιερωσύνη λοιπόν δεν ζητά να εφεύρει ή να κατασκευάσει νέες δυνατότητες ή τρόπους σωτηρίας περισσότερο επίκαιρους ή μοντέρνους. Η ιερωσύνη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο ζει κατά Θεό και περιμένει τα πάντα από τον Θεό. Έτσι αν ενεργείτε στη ζωή σας να είστε σίγουροι ότι θα λάμψει μέσα σας η ανάσταση, γιατί μετά τον σταυρό ακολουθεί πάντοτε η χαρά και το μεγαλείο της Ανάστασης.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο