Νησιώτικο Διήγημα

Γίνονται και θαύματα

Δημοσίευση: 15 Αυγ 2014 9:25 | Τελευταία ενημέρωση: 04 Σεπ 2015 16:31

Καλλίτσα Γκουράβα-

Δικτά λογοτέχνις

συγγραφέας

Η καπετάνισσα η Ασήμω εκείνη την ημέρα σηκώθηκε

απ` το χάραμα. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα και

κοίταζε πότε θα ξημερώσει, να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.

Βγήκε στο μπροστινό μπαλκόνι του παλιού εκείνου

αρχοντικού που είχε κληρονομήσει απ’ τον παππού της κι

αγνάντεψε τη θάλασσα.

Ήταν ήρεμη και έμοιαζε να κοιμάται στην αγκαλιά του πρωινού. Το νησί δεν είχε ξυπνήσει, δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο η... ανάσα της θάλασσας.

Μπήκε στο σπίτι, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και κατηφόρισε το δρομάκι. Σε λίγο έφθασε στην ακρογιαλιά, προχώρησε προς τον κάβο, εκεί έβρισκε τη γαλήνη στο σπιτάκι του παραγιού, που μάζευε τα σύνεργα της ψαρικής.

Βρήκε τον Παναγή να ετοιμάζεται να ρίξει τα δίχτυα. Τον καλημέρισε και κάθισε δίπλα σ’ ένα βραχάκι.

«Πώς κι έτσι πρωινή καπετάνισσα; Κάτι σεκλετισμένη σε βλέπω». «Ναι είμαι Παναγή και θα ήθελα αν δεν σε πειράζει να μείνω μόνη μου, συμπάθα με, θέλω να σκεφθώ».

« Όπως θέλεις καπετάνισσα, άλλωστε εγώ θα πάω να ρίξω τα δίχτυα».

Ο Παναγής απομακρύνθηκε και η Ασήμω έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα.

Σκέψεις, σκέψεις, ξεπετάχτηκαν απ’ όλες τις γωνιές του μυαλού της, άλλες να τη βασανίσουν κι άλλες να τη γυρίσουν πίσω στα ωραία χρόνια, στη ζωή της με τον καπετάνιο.

Στα δεκαοχτώ της παντρεύτηκε τον καπετάν – Γιώργη, που ήταν λεβέντης και άξιος και το καμάρι του νησιού.

Τα πρώτα χρόνια δεν έκαναν παιδιά, ταξίδεψαν πολύ, γύρισαν όλο τον κόσμο.

Γνώρισε άλλους λαούς, με άλλα έθιμα, ήθη και δοξασίες. Πάντα βέβαια λαχταρούσε τον τόπο της και δεν έβλεπε την ώρα να ξεμπαρκάρουν. Έπειτα ήρθαν τα παιδιά και σταμάτησε να συνοδεύει τον καπετάνιο. Δύο κορίτσια έφεραν στον κόσμο, ο καπετάνιος βέβαια θα ήθελε κι έναν γιο να τον αφήσει στο πόδι του καπετάνιο στο μεγάλο καράβι, μα δεν θέλησε ο Θεός. Όμως και τις δύο κόρες του όσο μεγάλωναν τις καμάρωνε και τις κουβαλούσε χίλια στολίδια, απ’ όλα τα μέρη της γης.

Την Κατερίνη τη μεγάλη κόρη την αρραβώνιασε στα είκοσί της με το δεύτερο καπετάνιο του καραβιού.

Αγαπιόταν από μικρά, μαζί μεγάλωσαν κι ο καπετάν – Γιώργης δεν έβλεπε την ώρα να τους ζευγαρώσει.

Πέρσι τέτοιο καιρό, σχεδόν δεκαπενταύγουστο έγιναν τ’ αρραβωνιάσματα κι ο γάμος ορίστηκε για ένα χρόνο μετά. Ο χρόνος είχε περάσει, σε μια εβδομάδα έφθανε η γιορτή της Παναγίας και η Ασήμω τρελαινόταν.

«Τι θα κάνω Θεέ μου» ψιθυρίζει, «το γάμο τον όρισε εκείνος, έχω το δικαίωμα να τον αναβάλλω!».

Ο καπετάν – Γιώργης δεν υπήρχε πια στη ζωή. Πριν μερικούς μήνες... χάθηκε σ’ ένα ναυάγιο στα ανοιχτά της Κρήτης. Το κουφάρι του δεν βρέθηκε πουθενά, αλλά ούτε και σώθηκε όπως ευτυχώς όλα τα παιδιά του πληρώματος. Οι αρχές έκαναν ότι μπορούσαν αλλά κανένα αποτέλεσμα.

Το γαμπρό του δεν τον είχε πάρει μαζί του σ’ εκείνο το ταξίδι.

«Μείνε στο νησί παλικάρι μου», του είχε πει, «να χαρείτε τον αρραβώνα σας και στο επόμενο ταξίδι που θα είσαστε παντρεμένοι, θα μπαρκάρετε μαζί, έτσι έκανα κι εγώ με την καπετάνισσα».

Πέρασαν σχεδόν οχτώ μήνες απ` την ημέρα που έγινε το κακό και η καπετάνισσα η Ασήμω ... περίμενε πως κάποια στιγμή θα άνοιγε η πόρτα και θα τον έβλεπε μπροστά της. Είχε μια κρυφή ελπίδα, μ` αυτή ζούσε και μ` αυτή πορευόταν δίπλα στα παιδιά της.

Πολλές φορές πεταγόταν στο ύπνο της και έτρεχε στη μεγάλη σάλα, νομίζοντας πως θα τον αντικρύσει να κάθεται στην πολυθρόνα του δίπλα στο παράθυρο. Όνειρα ωραία, αλλά και εφιαλτικά, την ταλαιπωρούσαν όλους αυτούς τους μήνες.

Τα σκέφτεται όλα αυτά τώρα εκεί στο βραχάκι κοντά στον κάβο.

Η ματιά της ταξιδεύει μέχρι εκεί που φθάνει και ύστερα εκείνο το ταξίδι το αναλαμβάνει η φαντασία. Ένα υπέροχο ταξίδι, τη φέρνει πίσω στα ευτυχισμένα χρόνια... Αλλά για στάσου... εκεί στο λιμανάκι ένα καΐκι ήταν αραγμένο, πως δεν το είχε προσέξει!

Το σκαρί του δεν ήταν ντόπιο, εκεί στο νησί γνώριζαν ο ένας το πλεούμενο του άλλου, αλλά αυτό ήταν ξενομερίτικο. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε, κάποιος θα επισκέφτηκε το νησί τους, γινόταν συχνά αυτό.

Η μέρα είχε προχωρήσει, σηκώθηκε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Εκεί στο σοκάκι κοντά στο σπίτι της, συνάντησε τον παπα-Δημήτρη, πήγαινε για τον όρθρο.

«Καλημέρα καπετάνισσα, που ήσουνα πρωί πρωί;»

«Που να είμαι εγώ παπα-Δημήτρη, ως τη θάλασσα πήγα να ξεδώσει λίγο ο νους μου, κοντεύω να τρελαθώ μέσα στο σπίτι. Πλησιάζει ο γάμος, τι θα κάνω παπά μου!»

«Άκουσέ με καπετάνισσα, ο γάμος πρέπει να γίνει. Τα παιδιά πρέπει να μπούνε στο δρόμο του Θεού. Ο γάμος είναι μυστήριο, δεν είναι γλέντια και ξεφαντώματα. Εντάξει, ακολουθούν κι αυτά βεβαίως, όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, τώρα στην προκειμένη περίπτωση... έτσι τα έφερε η ζωή τι να κάνουμε! Αφού επέτρεψε ο Θεός να γίνει έτσι... «Ανεξερεύνηται αι βουλαί του Κυρίου» καπετάνισσα. Άλλωστε ο καπετάνιος τον όρισε το γάμο... σκέψου το. «Κάνω και τίποτα άλλο παπα-Δημήτρη... θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου.

Κόντευε να φθάσει στο αρχοντικό, όταν είδε τη μικρή κόρη της την Αννιώ να κατηφορίζει τρέχοντας. Πλησίασε λαχανιασμένη. «Μάνα, μανούλα μου... είχες δίκιο εσύ... ο πατέρας...». «Ο πατέρας τι... Αννιώ; Μίλα κορίτσι μου». «Ο πατέρας μανούλα μου... ήρθε... είναι στο σπίτι...». «Πώς; Τρελάθηκες θυγατέρα, αχ δεν είναι καλά το κορίτσι μου... !».

«Είμαι πολύ καλά μανούλα, έλα πάμε γρήγορα».

Όρθιο στη μεγάλη σάλα αντίκρισε τον καπετάνιο. Τα γόνατά της κόπηκαν, κάθισε σε μια πολυθρόνα για να μην πέσει. Η Κατερίνη της έφερε ένα ποτήρι νερό. Συνήλθε κάπως.

Ο καπετάν-Γιώργης πήγε κοντά της.

«Έλα καπετάνισσα, εγώ σε ήξερα ψύχραιμη και παλικάρι... Έλα να σ’ αγκαλιάσω και να σου συστήσω και το παιδί από δω, το σωτήρα μου, το Μανωλιό. Κρητικός με τα ούλα του λεβέντης, με γλίτωσε απ’ του χάρου τα δόντια.

Ο νέος άντρας σηκώθηκε, και κόντεψε ν’ αγγίξει το... νταβάνι, που ως εκείνη την ώρα παρακολουθούσε τις συγκινητικές εκείνες στιγμές, καθισμένος παράμερα στη μεγάλη σάλα.

«Γυναίκα αυτός είναι ο Μανωλιός, που αν δεν βρισκόταν στο δρόμο μου ή καλύτερα στα νερά μου, τώρα θα ήμουνα μακαρίτης.

Έχω πολλά να σας πω, είχα μια απίστευτη περιπέτεια μετά το ναυάγιο, πριν λίγες μέρες βρήκα τον εαυτό μου και θυμήθηκα ποιος είμαι, ας είναι καλά ο Μανωλιός και η οικογένειά του. Να πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο εκκλησάκι της Παναγιάς Ασήμω, τώρα που πλησιάζει η γιορτή της και τα στεφανώματα των παιδιών. Γίνονται και θαύματα καπετάνισσα... .

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass