Ως αρματολούς οι Τούρκοι επέλεγαν τον ισχυρότερο και δημοφιλέστερο από τους κλεφτοκαπεταναίους του αρματολικίου, για να γίνεται περισσότερο αποδεκτός από τους κατοίκους και να είναι περισσότερο αποτελεσματικός κατά την άσκηση των καθηκόντων που του ανέθεταν.
Οι κλεφτοκαπεταναίοι, που δέχονταν το αξίωμα, ήταν Έλληνες, που δρούσαν στην περιοχή τους κατά των Τούρκων, για να προστατεύουν τους ραγιάδες από την άδικη και βάρβαρη συμπεριφορά των κατακτητών και από την καταλήστεψή τους από τις ορδές του, υπό το πρόσχημα της διάπραξης «παρανόμων» από τους Έλληνες πράξεων εις βάρος του κατακτητή.
Ανθρώπινο ήταν να δελεάζονται και από τα παρεχόμενα προνόμια. Το βαρύνον όμως στην αποδοχή του αξιώματος ήταν να έχουν τους δικούς τους ενόπλους και για την προστασία τους, αλλά και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πληθυσμών της περιοχής τους. Πολλοί όμως από τους αρματολούς, που υπερπροστάτευαν τη γενιά τους, γίνονταν δυσάρεστοι στην τουρκική εξουσία και θανατώνονταν από αυτή με διάφορους τρόπους, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Λιακουταίοι του αρματολικίου του Κλινοβού.
Ο Αλή Πασάς έκανε αρματολό στο Κολί - Κλινοβού τον Γρηγόρη Λιάκατα, τον μετέπειτα ήρωα του Ντολμά του Μεσολογγίου, που ήταν γαμπρός του Νίκου Στορνάρη και κλεφτοκαπετάνος της περιοχής του.
Στη συνέχεια το αρματολίκι δόθηκε στον αδελφό του Σωτήρη, που δυσαρέστησε την εξουσία με κάποιες φιλελληνικές πράξεις του, γι’ αυτό και δολοφονήθηκε από τον Σούλτζα Κόρτζα, κατ’ εντολήν του Γκέντσαγα, σατράπη της Θεσσαλίας. Μετά από αυτόν το αρματολίκι δόθηκε στον «τρομερό κλεφτοκαπετάνο της περιοχής Δημήτριο Κατσαρό, Σαρακατσάνο στο γένος, που το κράτησε μέχρι το 1835» (Δημ. Τσιάμαλου: «ΟΙ ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» σελ. 142). Αλλά και ο Δημήτριος (ή Μήτρος) Κατσαρός για τους ίδιους λόγους δολοφονήθηκε το 1836 από κάποιον Κόρακα, κάτοικο Κρανιάς Τρικάλων με εντολή του Δερβέναλα Θεσσαλίας (Π. Αραβαντινός, Ηπειρώτικα τραγούδια 66, 77, 78 αριθμ. 108, 109).
Γράφει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος στο έργο του «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», σελ. 35: «Οι αρματολοί εξ άλλου, παρά της σύμβασιν των, δεν λησμονούν εαυτούς. Εις τα επαναστατικά κινήματα ενούνται με τους κλέφτες κατά των Τούρκων διά να επιβάλλουν τις θελήσεις τους εις τους κατά το φαινόμενων κυρίους των... Οι Οθωμανοί χρησιμοποιούν τους αρματολούς εις τους εσωτερικούς πολέμους των, αλλά μόνον όταν πρόκειται να κτυπήσουν άλλους Οθωμανούς...». Και συνεχίζει: «Αλλά ποτέ η Πύλη δεν είχεν εμπιστοσύνην εις τους αρματολούς. Τους ηνείχετο όταν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, για να τους καταστρέφη όταν ημπορούσε. Τους έκανε κακό και αυτό σήμαινε ότι ήρχιζεν η καταδίωξης εναντίον των. Εκείνοι όμως δεν προσπαθούσαν απλώς να διασωθούν, αλλά και εξεβίαζαν τους Τούρκους να τους κάμουν πάλιν αρματολούς».
Οι ενδιάμεσοι να γίνουν ή να ξαναγίνουν αρματολοί ήταν οι προύχοντες και οι δημογέροντες, που δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με τους Τούρκους. Τότε οι επίδοξοι ή οι εν ενεργεία αρματολοί έβλεπαν στους δημογέροντες φιλοτουρκισμό και τους αποκαλούσαν «τουρκογέροντες» και τους κατεδίωκαν όσο μπορούσαν.
Με ένα γράμμα του ο αρματολός Ζαχαριάς προς ένα δημογέροντα του ζητά «...να μου στείλετε 100 δεκάρια φουσέκια, τρία πετσιά τσαρούχια, 500 ατσαλόπετρες και 2.000 γρόσια για λουφέδες. Μη δε μου τα στείλετε, θα κατέβω στο χωριό σας και τότε θα τα διπλασιάσετε». Άλλο ένα περιστατικό είναι η λήστευση της Καστανιάς Ασπροποτάμου από τους κλέφτες Σκυλοδύμο, Κατσαρό και άλλους, γιατί οι προύχοντες τους αρνήθηκαν να τους στείλουν τα πολεμοφόδια, που τους ζήτησαν (φουστανέλες, πεσλιά, τσαρούχια κι άλλα) «να φάνε τα παλληκάρια μας και να ντυθούν οι κλέφτες» (Passow, Στο Ζαμπέλια και άλλα)».
Ο κατακτητής αναγκάστηκε να επιτρέψει στο υπόδουλο έθνος να αποκτήσει ένα είδος στρατού ασφαλείας, το σώμα των αρματολών. Δημιούργησε μάλιστα και τις περιοχές εξουσίας του καθένα, τα λεγόμενα αρματολίκια, που εντάσσονται σ’ όλη τη Στερεά Ελλάδα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ήταν 17. Αρματολοί υπήρξαν οι Χρ. Μηλιώνης, Ν. Στορνάρης, οι Μπουκουβαλαίοι και οι Τσιαραίοι, οι Βλαχαβαίοι, οι Κοντογιαναίοι, οι Σκυλοδημαίοι, ο Μήτρος Κατσαρός, οι Λιακαταίοι, ο Ζήτρος, ο Μακρυθανάσης, ο Καρακίτσιος, ο Νικολός Τζιοβάρας, οι Λαλαίοι, οι Φωτομαραίοι, οι Σταθάδες, ο Κατσαντώνης, οι Γιολδασαίοι, οι Χορμοβαίοι, ο Διάκος, ο Παναργιάς, ο Δυοβουνιώτης και άλλοι. Ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει στη σελ. 34 ότι: «Είναι αδύνατον να αναφερθούν όλα τα ονόματα εις την συνοπτικήν μελέτην. Είναι ένα πλήθος!».
Συνεχής ήταν η συνεργασία κλεφτών και αρματολών και προ της Επανάστασης του 1821, εκτός από μερικές περιπτώσεις. Πολλοί προ της Επανάστασης εντάχθηκαν στις πράξεις των κλεφτών μαζί με τα ένοπλα τμήματά τους. Μετά δε την κήρυξη της Επανάστασης εντάχθηκαν όλοι και επικράτησε ο όρος του κλεφταρματολού.
Επομένως κυρίως κατά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά και προ αυτής κατά τη διάρκεια των προ επαναστατικών κινημάτων, η κλεφτουρία και γενικότερα το κλεφταρματολικό φαινόμενο είναι ένα διαρκές επαναστατικό φαινόμενο στα χρόνια της δουλείας. Ήταν ο Επαναστατικός Απελευθερωτικός Στρατός, η πρώτη Εθνική Ανάσταση, που έβγαινε απ’ ευθείας από τον λαό της ορεινής χώρας κυρίως (Τάκης Σταματόπουλος, Ο Εσωτερικός Αγώνας, Καμπούρογλου, Αρματολοί και Κλέφτες, φωτάκου Απομνημονεύματα, Κ. Παπαρηγόπουλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). Ο κλέφτης ήταν ο εκφραστής της πολιτικής ανυποταγής στον κατακτητή. Η Εθνική συνείδηση, που ανιχνεύτηκε από τις πρώτες μέρες της κατάστασης, αποδίδεται με το «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι». Ο αγροτο-ποιμενικός χώρος είναι αυτός που τροφοδοτεί αδιάκοπα τις κλεφταρματολικές ομάδες. «Οι Σαρακατσαναίοι τσοπάνηδες ήταν οι καλύτεροι γιατάκηδες της κλεφτουριάς της Ρούμελης, την εφοδίαζαν με τροφές και περίμεναν τους κλέφτες στα καλύβια, όταν αρρώσταιναν... και στις ανάγκες απόκρουσης των Τούρκων ήταν αυτοί που αυγάταιναν το κλέφτικο, πηγαίνοντας να κρατήσουν ντουφέκι στους νταϊφάδες» (Τάσος Βουρνάς Αρματολοί και Κλέφτες σελ. 218).
«Αγωγιάτες και βοσκοί, κάτοικοι των ορεινών περιοχών ήταν οι καλύτεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Εθνους (Γ. Φίνλετ Ιστορία της Ελλ. Επανάστασης), η ζωντανή και θερμουργός ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ στο δουλικό καθεστώς, που τους επιβλήθηκε».
Από τον Νίκο Κατσαρό,
πρ. Α’ αντιπρόεδρο Βουλής