Αληθινές ιστορίες - Διήγηση

«Το όνειρο ...της επιστροφής»

Δημοσίευση: 09 Αυγ 2008 3:30 | Τελευταία ενημέρωση: 28 Σεπ 2015 14:28
Πήρε, λοιπόν, τη μικρή του σύνταξη για τα είκοσι χρόνια του, είχε βέβαια και κάτι λεφτά μαζεμένα με την τόση τη στέρηση και ξεκίνησε αμέσως για την Ελλάδα - πίσω για το Ντελίκροτσο - Θαυματοχώρι, επαρχία Δωδώνης. Μέσα για μέσα στην καρδιά της Πίνδου. Γεώργιος Λαφομήτρος, ο γλυκύτερος άνθρωπος. Στα πενήντα του πια μα γερός ακόμα σαν βούβαλος, στρογγυλοπρόσωπος, αγριομάλλης, μεγαλόκορμος και στραβοπόδαρος, όπως είναι όλοι τους από ΄κείνα τα μέρη, από ΄κείνα τα βουνά τα μεγάλα. Και γύρισε ο Λαφομήτρος εκεί. Έτσι που το 'χε τάξει στον εαυτό του. Αυτό το Ντελίκροτσο ήταν το στήριγμα της καρδιάς του στα χρόνια της ξενιτιάς, ήταν το τέρμα του μακρινού ταξιδιού του - κι ανταμοιβή του μαζί. Τα μεγάλα βουνά της Πατρίδας, έρχονταν και ξανάρχονταν στην ερημιά του ξένου του τόπου, σκεπάζοντας με την άχλη τη γαλάζια τους την καταχνιά της βορινής πολιτείας. Και το βράδυ πάλι, καθώς έκλεινε αποσταμένος τα μάτια του, το ξερό, μονότονο όλη μέρα κροτάλισμα των σιδερικών που βούιζε ακόμα στ' αυτιά του σκεπαζόταν σιγά σιγά από κείνο το γνώριμο, το βαθύ τους ανάσασμα των χιλιάδων και χιλιάδων πεύκων κι έλατων στην Πίνδο - εκεί, σε ΄κείνον τον τόπο, που 'ταν ο τόπος του, όσο δεν ήταν κανενός - κι αποκοιμότανε μέσα σ' αυτό. Κρυφά, να μη φανερώνεται στους άλλους και τον αποπαίρνουν με τις σαχλαμάρες και τα πειράγματα του ελληνικού καφενείου, αυτόν το γυρισμό δούλευε μέσα του - και τον χαιρόταν που θα τον είχε. Να τελειώσει καμιά φορά με τις νόρμες, τα συρματόσχοινα και να τελειώσει και με την άσφαλτο, το τσιμέντο και τ' αλουμίνιο, να φτάσει κάποτε κεί - Κόβι, Μήτρου μ', κόβε να γυρίσουμε καμιά φορά... Και καμιά φορά ξεχνιόταν ωστόσο, ξεσπούσε μπροστά στους άλλους: «Ιμείς από του Ντελίκρουτσου» -, «Ιμείς εκεί στο Ντελίκρουτσου... Ιδέα δεν έχετε εσείς...» - Παράτα μας, ρε Λαφογιάννη, μ' αυτό το Ντελίκροτσο, του ριχνόταν όλοι. Τότε έσκυβε το κεφάλι φούσκωνε τα μάγουλά του, μετάνιωνε που του ξέφυγε και το ξανάπε, σώπαινε κι ορκιζότανε μέσα του να φυλάγεται, να το φυλάει για τον εαυτό του, θησαυρό του, καημό του. Ιούλιος ήταν. Από τη Θεσσαλονίκη που κατέβηκε με το τρένο - τίποτα δε στάθηκε να δει - γραμμή λεωφορείο και στην Κοζάνη, γραμμή κι από ΄κεί για την Κόνιτσα. Εκεί το νοίκιασε το μικρό ημιφορτηγό για τα λίγα μπαγάζια του πού ΄φερε από τη Γερμανία. Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στα πάτρια λημέρια του. Κατέβασε τα πράματα, πλήρωσε τον άνθρωπο και στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε γύρω του.
Αριστερά του το βουνό της Λάμπρισσας, κάτω η βαθιά ποταμιά που πάει με τ' άλλα νερά να βρεί τον Αώο. Το χειμώνα βουΐζει, η πλατιά της χαλικαριά λαμποκοπάει τώρα μέσα στον ήλιο. Αντίκρυ του εκείνη η πλαγιά με τα πεύκα, τα ελάτια να κατρακυλούν αραδιαστά, πυκνά, φουντωτά. Ξωπίσω της, πέρα, τα βουνά τα μεγάλα - όπως τα ΄ξερε. Ο τόπος του. Το χωριό αρχίζει λίγο πιο κάτω απ' το δρόμο, κατηφορίζοντας από τούτη τη μεριά της βαθιάς κοιλάδας. Μεγάλες καρυδιές τα κρύβουν, τα σκεπάζουν ολότελα τα πέτρινα σπίτια του ως κάτω στην εκκλησία με τον πελώριο πλάτανο μπρος της. Εκεί αραγμένο τον βρήκανε αργότερα, οι ντόπιοι του, τον γνωρίσανε, τον βοήθησαν στα πράματά του, μπήκε στο πατρικό του κι ήρθαν όλοι να τον καλωσορίσουνε μένοντας ως το βράδυ μαζί του. Από τότε που πρωτοξεκίνησε η μετανάστευση, οι Ντελικροτσαίοι είναι οι πρώτοι Έλληνες που άδειασαν τις πατρώες στέγες τους. Στο Θαυματοχώρι τους γυρίζουν άμα γεράσουν. Ξενιτευόντανε για να καζαντίσουν. Στα Γιάννενα, τη Θεσ/νίκη, τον παλιό καιρό πηγαίνανε στα μέρη της Μαύρης Θάλασσας, κάτω χαμηλά στη Μεσημβρία, τον Πύργο, την παλιά Ανατολική Ρωμυλία - δικά τους ήτανε κάποτε ΄κείνα τα μέρη. Είναι άνθρωποι που το ΄χουν στο αίμα τους να προκόβουν. Οι Ντελικροτσαίοι είναι απ' αυτούς: Γερή καρδιά, γερό κορμί, σίγουρο μάτι. Δίπατα πέτρινα σπίτια, εκκλησίες με βαθείς τρούλους και με πλατώματα πλακόστρωτα μπροστά τους, το σχολείο το φτιάξανε μόνοι τους, τα στενορύμια του χωριού τους όλα καλντερίμι με δουλεμένη την πέτρα - τη μαρτυρούνε την προκοπή που ΄κάναν στα ξένα και που τη ΄φέραν και ΄δώ. Ο Λαφομήτρος από την πρώτη πατημασιά του στο χωριό, δε σταματούσε με τίποτα ο λόγος του. Εξιστορούσε, για πολλές ώρες καθημερινά και για πολύ καιρό τ' ανδραγαθήματά του στον ξένο τόπο και ουρανό που ζούσε ολάκερα χρόνια στους συγχωριανούς του. Εκείνοι τον άκουγαν με υπομονή, θέλουνε πολύ να μάθουν τις περιπέτειές του και τις κακουχίες του τράβηξε. Μαζεμένοι όλοι τους πάνω απ' τη ρεμματιά και κάτω απ' το φαρδύ ίσκιο του μεγάλου κεντρικού πλατάνου, τον άκουγαν σιωπηλά, μ' ανοιχτό το στόμα τους πολλές φορές οι φίλοι του κι οι συγγενείς, μέχρι αργά το μεσημέρι απ' το πρωί που ξεκινούσε ο λαλίστατος ... και τους έπαιρνε ο ύπνος δίχως να το καταλάβουν. Όμως καιρός ήταν πιά να περπατήσει και λίγο τον τόπο του. Πήρε το δισάκι του ένα πρωί - να κατέβαινε ως κάτω στη ρεματιά, να 'μπαινε λίγο στο δάσος. Έκατσε λίγο - την είδε την τυράγνια των ανθρώπων, των μουλαριών να κουβαλούν τους μεγάλους κομμένους κορμούς ως τα φορτηγά τους. Τράβηξε ύστερα πιο πέρα, έκοψε δεξιά, μπήκε στο μεγάλο δάσος.
Αμέσως μπροστά του ξετυλίγονται μύριες ευχάριστες αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων - πριν αποφασίσει να ξενιτευθεί - και δεν αντέχει ΄κείνη την ώρα να συγκρατήσει από τα μάτια του τα δάκρυα... Οι θύμησες ξανάρχονται δεν τελειώνουν... και συναισθηματικά απόλυτα τον κυριεύουν! Θυμάται... και κλαίει ... ταυτόχρονα ο Λαφομήτρος μέσα στο βαθύπλουτο δάσος του δικού του λημεριού που τώρα ξαναβρέθηκε, και δεν μπορεί με τίποτα να πιστέψει πώς, άφησε μόνο του έναν τέτοιο «παράδεισο ... μαγεμένο» της πατρίδας του. Γνωρίζει όμως καλά, πώς δεν ευθύνεται ο ίδιος για την απόφασή του, όπως και μύριοι τόσοι Έλληνες που άθελά τους μετανάστευσαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια από τον τόπο μας, ψάχνοντας αλλού μια καλύτερη τύχη... Μπόρεσε και σηκώθηκε, καθώς ήταν γερμένος και ολομόναχος στον κορμό του πλάτανου, κοντά στο ηλιοβασίλεμα πριν τον τυλίξει το σκοτεινό πέπλο της νύχτας για το δρόμο της επιστροφής. Ήτανε τόσο χαρούμενος κι ευτυχισμένος ... για πρώτη φορά στη ζωή του! Η άλλη μέρα τον βρήκε πιο δυνατό, πιο γαλήνιο, στο γόνο και τις ρίζες του... Να σχεδιάζει μια ριζική ανακαίνιση - αναπαλαίωση του πατρικού του σπιτιού. Κι αφού, την «κακούργα» ξενιτιά γκρέμισε ... μέσα του πια, τώρα χτίζει ... το νέο «ονειρεμένο του βίο», με πολλές νέες ελπίδες και προσδοκίες! και μ' ένα παντοτεινό αληθινό χαμόγελο! ...
 
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass