Το να είναι κανείς σοβαρός σήμερα, θεωρείται σημαντικό προσόν, ασχέτως τού αν έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που σκέφτεται και πράττει. Θέλω να πω δηλαδή ότι μπορεί να φαίνεται κάποιος σοβαρός, αλλά να μη σκέφτεται σοβαρά. Όμως άλλο το φαίνεσθαι κι άλλο το είναι, που σημαίνει ότι ένας «σοβαρός» άνθρωπος μπορεί κάλλιστα να μην ενεργεί με σοβαρότητα. Έτσι βλέπουμε γύρω μας πολλούς σοβαρούς ή σοβαροφανείς, αν θέλετε, που ο τρόπος ζωής τους δεν έχει καμιά σχέση με την προσωπικότητά τους, μ’ αυτό που δείχνουν δηλαδή.
Καθώς λοιπόν έχουμε γεμίσει από σοβαρούς ανθρώπους με προσωπικότητα και η σοβαρότητα περισσεύει, σκέφτηκα να ασχοληθώ στα... σοβαρά με το ζήτημα.
Τώρα αν νομίζετε ότι δεν μιλάω σοβαρά γελιέστε. Και θα σας εξηγήσω. Δανείζομαι λοιπόν τον τίτλο από το γνωστό θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ για να συζητήσουμε αυτό το εξόχως σοβαρό θέμα.
Καταρχήν, όταν μιλάμε για σοβαρότητα σκέφτομαι τους πολιτικούς μας άνδρες, την ηγεσία του τόπου μας δηλαδή, που για δεκάδες χρόνια μάς οδηγεί απ’ το κακό στο χειρότερο. Ποιος αμφιβάλλει ότι πρόκειται για σοβαρούς ανθρώπους; Για προσωπικότητες; Όμως, ποιος μπορεί πάλι να αμφιβάλει ότι τα λόγια και οι πράξεις τους δεν συμβαδίζουν με τη σοβαρότητα την οποία περιβλήθηκαν σαν προσωπικότητες όταν ζητούσαν την ψήφο μας. Δηλαδή την έγκρισή μας να μας κυβερνήσουν και να μας κάνουν αυτά που μας κάνουν. Η διάσταση λόγων και έργων είναι χαρακτηριστική της σοβαρότητάς τους.
Τελικά αυτή η πολύπαθη γενιά των πενηντάρηδων και κάτι, η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» (πού τη θυμήθηκα!..), όσο κι αν προσέφερε και εξακολουθεί να προσφέρει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν παύει να είναι η γενιά των χαμένων οραμάτων, των διαλυμένων σχέσεων και εν πολλοίς η γενιά της ανασφάλειας, της μελαγχολίας, της κατάθλιψης. Ως ηγεσία απεδείχθη η γενιά της εξοντωτικής λιτότητας, των απύθμενων σκανδάλων, της διαπλοκής και της αναβίωσης ενός άκρατου παλαιοκομματισμού, που έφερε την πολιτική στο χαμηλότερο σημείο εκτίμησης εκ μέρους των πολιτών.
Βεβαίως και δεν περιλαμβάνω όλους τους πολιτικούς στους χαρακτηρισμούς αυτούς. Φυσικά και υπάρχουν κάποιοι που έχουν μια ισορροπημένη προσωπικότητα, μια προσωπική ζωή μακριά από λοβιτούρες και παντοειδή σκάνδαλα, και μια πολιτική δραστηριότητα σοβαρή, όπου τα έργα τους συμβαδίζουν με τα λόγια και τις υποσχέσεις τους. Κι αν σας φαίνομαι κοινωνιολόγος εκ του προχείρου που υπεραπλουστεύει τα φαινόμενα, κοιτάξτε γύρω σας την πλειονότητα των εκπροσώπων αυτής της γενιάς και πείτε μου αν κάνω λάθος.
Γενικεύοντας το θέμα μου θα ΄λεγα ότι εκείνο από το οποίο πάσχουμε περισσότερο είναι τελικά η υπέρμετρη «σοβαρότητα» χωρίς αντίκρισμα, με την οποία αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας γενικότερα. Περί σοβαροφάνειας πρόκειται βέβαια, γιατί η πραγματική σοβαρότητα εκφέρεται ως ελαφράδα, δεν υπογραμμίζει την ύπαρξή της, δεν κραυγάζει.
Μιμούμενοι τους πολιτικούς και πνευματικούς μας ηγέτες πάσχουμε από το σύνδρομο της δήθεν προσωπικότητας, για να θυμηθώ έναν ευφυή χαρακτηρισμό που κάπου διάβασα και που δεν είναι, αυτή η προσωπικότητα, παρά «ένα μάτσο ιδιοτροπίες». Ιδεολογικά οικοδομήματα στα οποία στηρίζει ο καθένας την ύπαρξή του, σύνολα αξιών από τα οποία κάθε παρέκκλιση μας είναι απαγορευτική. Με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να είμαστε άνθρωποι άκαμπτοι, μπετοναρισμένοι και ανελαστικοί σε κάθε νέα ιδέα, σε κάθε αντίθετη άποψη, σε κάθε αιρετική αντίληψη. Δηλαδή, άνθρωποι δυστυχείς, μίζεροι και κατσούφηδες. Όλοι εμείς εν τέλει οι... «έχω άποψη, φίλε», σπαταλάμε πολλή από την ενέργειά μας για να φέρουμε την κοινωνία στα μέτρα μας, επιδεικνύοντας ανωτερότητα πνεύματος και γνωστικού επιπέδου, κατ’ εικόνα και ομοίωση πολιτικών και τηλεοπτικών σοβαροφανών προσωπικοτήτων, λες και νοιάζεται η κοινωνία για τη δική μας ανωτερότητα...
Κι ενώ έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσπαθώντας να πείσουμε τους άλλους πως είμαστε οι μοναδικοί κάτοχοι της αλήθειας, αντιλαμβανόμαστε αίφνης – αν είμαστε τυχεροί – ότι πέρασαν τα χρόνια και δεν γευτήκαμε τίποτα από τη χαρά που έχει η περιπέτεια της ζωής, από την ομορφιά του αναπάντεχου και τη γοητεία του καινούριου.
Η «προσωπικότητά» μας δεν επέτρεψε στον αφρό των πραγμάτων να χαϊδέψει το δέρμα μας, γιατί αναζητούσαμε συνεχώς την πληροφορία για τη σύσταση του βυθού. Δεν μπορέσαμε να χαρούμε το στίχο γιατί καταλαβαίναμε μόνο το έπος. Δεν ονειρευόμαστε με το ολόγιομο φεγγάρι γιατί μας απασχολούσαν τα μαθηματικά, η φυσική της πανσελήνου.
Διανοούμενοι, πολιτικοί, τεχνοκράτες, ψυχικά ανέραστοι τελικά. Την ώρα που οι απλοί άνθρωποι, δηλαδή οι συγκροτημένοι, παραδίδονταν στον έρωτα βιώνοντας την προσωπική τους απώλεια εντός του άλλου, εμείς οι κατ’ επίφαση σοβαροί και οι όμοιοί μας ανατέμναμε το πτώμα αποκτώντας γνώσεις από τα νεκρά κύτταρα των ερώτων μας.
Δεν θα δείτε πολλούς από μας σε χαρούμενες παρέες του καλοκαιριού. Δεν μας προτιμούν. Γιατί δεν καταλαβαίνουμε τα ανάλαφρα χωρατά και το γέλιο μας είναι συνήθως μορφασμός. Σε κάποιο βιβλίο θα είμαστε σκυμμένοι, αλλά όχι για τη χαρά της ανάγνωσης. Δεν είμαστε ικανοί και ούτε μάς το επιτρέπει το επίπεδό μας.
Και ξέρετε κάτι; Δεν μας φταίνε οι πολιτικοί. Εμείς οι «σοβαροί» φταίμε. Οι προσωπικότητες της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής – «ένα μάτσο ιδιοτροπίες» - δεν είναι προϊόντα ασπόρων συλλήψεων. Δικά μας διμιουργήματα είναι. Εμείς τους κάναμε αυτό που έγιναν. Εμείς οι «σοβαροί», οι ανελεύθεροι.