ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)

Ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Από το Μεγάλο Κεσερλή στη Λάρισα το 1891 (B’)

Δημοσίευση: 05 Δεκ 2021 19:19
Αλώνι στην Τεγέα Πίνακας του Αγ. Αστεριάδη (1945) Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα © Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας Αλώνι στην Τεγέα Πίνακας του Αγ. Αστεριάδη (1945) Συλλογή Γεωργίου Ι. Κατσίγρα © Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Προτού συνεχίσουμε την παράθεση των ταξιδιωτικών εντυπώσεων του Ανδρέα Καρκαβίτσα από το Μεγάλο Κεσερλή στη Λάρισα (Ιούνιος 1891) θα επιθυμούσαμε να διευκρινίσουμε ένα εύλογο ερώτημα που μας έθεσαν αναγνώστες της εφημερίδας μετά από τη δημοσίευση του Α’ μέρους στο φύλλο της περασμένης Κυριακής (28 Νοεμβρίου). Στο πρώτο μέρος αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ζήτησε από τον δήμαρχο Μεχμέτ αγά ένα μεταφορικό μέσο (άλογο) για να επιστρέψει στη Λάρισα. Είχαμε σημειώσει ότι πρόκειται για τον Μαχμούτ Μεχμέτ αγά, τον δήμαρχο του τότε Δήμου Νέσσωνος που παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 3 Ιουλίου 1883. Αλλά πώς ήταν δυνατόν το 1891 να εξακολουθεί να είναι δήμαρχος;

Η απάντηση είναι πολύ απλή. Μπορεί στις δημοτικές εκλογές του 1883 να μην έλαβε μέρος, αλλά παρέμεινε στη Θεσσαλία μέχρι τα μέσα του 1898 (τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής, 1897-1898). Ήταν ιδιοκτήτης μεγάλων αγροτικών εκτάσεων και αγαπητός στους κατοίκους και όλοι τους τον προσφωνούσαν «δήμαρχο», όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα, με όλους όσοι διετέλεσαν κατά το παρελθόν δημοτικοί άρχοντες.
Συνεχίζουμε την παράθεση του οδοιπορικού του Ανδρέα Καρκαβίτσα, το οποίο όπως αναφέραμε δημοσιεύθηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Εστία» το 1892 υπό την τίτλο «Ο κερατζής» [= Ο αγωγιάτης] [1]. Διατηρήσαμε τη γλώσσα του κειμένου με μικρές επεξηγηματικές σημειώσεις.
«Εκόντευεν εις το βασίλεμά του ο ήλιος όταν έφθασα εις το Γεντίκι [= βουνό στον δρόμο Λάρισας-Συκουρίου]. Απ’ εκεί επήρα τον κατήφορον έως τη βρύσι κ’ έπιασα ίσα τον δρόμο της Λάρισας. Αλλ’ αυτός ήτον ο δρόμος; Ξέρω κ’ εγώ. Ο ξένος στρατολάτης [= οδοιπόρος] εις τας πεδιάδας της Θεσσαλίας μοιάζει με τον πρωτοτάξειδο ναύτη ’ς τη θάλασσα. Εις κάθε βήμα συναπαντιέται και μ’ έναν δρόμο• ένας έρχεται άλλος πάει. Τα χωριά τον τριγυρίζουν. Και όλα παρόμοια. Με τα χαμηλά σπίτια και τα ψηλά τζαμιά• τες θημωνιές και τ’ αλώνια εις την άκρη, το κονάκι του αφέντη ‘ς τη μέση. Όλα δ’ έχουν την ίδια μωρή φυσιογνωμία• με την αυτή γλώσσα σου κρένουν [= ομιλούν].
Εστάθην λίγο να συλλογισθώ. Αλλά και τι να συλλογισθώ; Τίποτε άλλο βέβαια, παρά την αφιλοτιμία του δημάρχου, ο οποίος δεν αρκεί ότι μ’ έβαλε ‘ς το γάιδαρο καβάλα, αλλά και μ’ άφηκε καταμόναχο, δίχως οδηγό. Θα μου πήτε: Μα η Λάρισα είνε μεγάλη• άμα την ιδής μια δεν τη χάνεις. Ναι, μα πώς θα την ιδής; πού θα εύρης το ψήλωμα ν’ ανεβής ν’ αγναντέψης; Εκατέβηκες εις την πεδιάδα, είσαι θαμμένος. Πηγαίνεις πηγαίνεις και όλο τα ίδια έχεις γύρω σου. Όλη είνε ένα ίσωμα, ωσάν να πέρασαν τη σβάρνα επάνω της. Το τυχερό ότι κατέβαιναν δύο κερατζίδες [= αγωγιάτες] με τ’ άλογά τους φορτωμένα σιτάρι από το Τόιβασι [= σημ. Καλοχώρι].— Γεια σας. — Γεια σου. — Για τη Λάρσα, ρε παιδιά; — Για τη Λάρσα. — Να ’ρθώ κ’ εγώ μαζή. — Να’ ρθής καπ’ τάνε. Έγεινεν η συντροφιά. Τ’ άλογα εβάδιζαν εμπρός με αργό αλλά τακτικό περπάτημα• εις το πλευρό ακολούθουν οι κερατζίδες με τα μακρυά καμτσίκια τους και πίσω εγώ εις το γομάρι καβάλα.
Οι σύντροφοί μου ήσαν ένας νέος, έως είκοσιδύο χρόνων παλληκάρι κ’ ένας γέροντας. Του πρώτου το εξωτερικόν δεν μου έλεγε τίποτα• του γέροντα όμως έλεγε και πολλά μάλιστα. Ήτο ψηλός και λιγνός με τη γαλάζια φορεσιά του ξεθωριασμένη και χιλιοτρυπημένη, με το μικρό λιγδωμένο φέσι επάνω εις τα μακρυά του μαλλιά. Από το πρόσωπό του, μαύρο καταζαρωμένο, ξερό με τη φωτιά της πείνας εις τα μάτια και τη φαρμακίλα εις τα ψημένα χείλη, εφανέρωνεν αμέσως ότι ήτον από τους κατοίκους των πεδινών χωριών, οι όποιοι δεν έχουν ούτε ‘ς τον ήλιο μοίρα. — Πώς σέ λένε, μπαμπά; τον ερώτησα, κεντίσας το γομάρι κοντά του. — Αγγελή ΙΙρίμα. — Και πούθεν είσε; Εγέλασε. Δηλαδή εγέλασεν όχι τρανώς [= δυνατά] με την καρδιά του, όπως γελούν όλοι οι άνθρωποι, αλλ’ άνοιξε μόνον μ’ έκφρασιν κακομοιριάς το στόμα, όπως τα ζώα όταν αναχαράζονται [= αναμασούν την τροφή]. Πούθεν ήμαι! Τρέχα γύρευε• που ξέρω κ’ εγώ πούθενήμαι; Σαν καπετάνιος επείσμωσα• υποψιάσθην ότι ήθελε να παιζογελάση μαζί μου. — Το χωριό σου μωρέ ρωτάω, εφώναξα άγρια. Έστρεψε και αυτός και μου απάντησε περισσότερο θυμωμένος, μ’ έκφρασιν παλαβού ενοχλουμένου, ως να επείσμωνε φοβερά διότι δεν τον εννόησα [= κατάλαβα]. — Μα κ’ έχουμε πατρίδα εμείς; Είπες καραγκούνη, πες ένα φύλλο που γυρίζει εδώ κ’ εκεί σ’ όλον το κάμπο, όπου φέρνει το φύσημα!
Εδιαβαίναμεν εμπρός του Καραλάρ [= σημ. Ελευθέριο] και ο καραγκούνης εκαρφώθη έξαφνα εις τον τόπον του, αγναντεύων με δίψα τ’ αλώνια του χωριού. Όλοι οι κάτοικοι ήσαν έξω. Οι άνδρες ελίχνιζαν [= διαχώριζαν το σιτάρι από το άχυρο] εδώ• τ’ άλογα αλώνιζαν εκεί• οι γυναίκες και τα παιδιά παρέκει, καθισμένοι εις τη δοκάνα έφερναν γύρα επάνω εις τα δεμάτια και κατάμπροστα, θεόρατες εψήλωναν οι θημωνιές. Των αλόγων τα χλιμιντρίσματα, των παιδιών οι φωνές και τα γέλοια, τα λόγια των καραγκούνιδων, ευτυχισμένων διά την πλουσίανεσοδειά, κανενός γομαριού γκάρισμα, ο βαθύς βόγγος του βωδιού, το τρίξιμο του καλαμωτού που έφερνε τ’ άχερα εις το ντάμι, το καθάριο σιτάρι που έπεφτε μέσ’ από τη σκόνι σαν σπειριά χρυσάφι κ’ εχύνετο γύρω, έδιναν όψι χαράς εις τ’ αλώνια εκείνα. Καθένας θα έλεγε πως έρριχναν τ’ αλέσματα [= το σημερινό έθιμο του στρωσίματος του κρεβατιού] κανενός γάμου κ’ εγλέντουν οι καλεσμένοι• όχι πως επήγαινε γόνα η δουλειά κ’ έτρεχεν ο ίδρωτας αυλάκι.
— Κερατένια χρόνια! εφώναζε τρανώς ο καραγκούνης, δίδων μια εις το φέσι του πίσω, διά να ελευθερώση το μέτωπό του. Έπειτα εγύρισε και με είδε κατάμματα. — Ζηλεύωμου είπε παραπονεμένος.— Γιατί;— Έτσι γλεντούσα κ’ εγώ μια φορά ’ς τ’ αλώνια. Δεν σου λέω, τραβάν κ’ οιτσιφτσίδες [= οι γεωργοί] τον αμάραντο• θα φτύσουν το αίμα τους όλον τον χρόνο. Μα σαν έρθη καλή σωδιά και πέσηςτ’ αλώνιτο σιτάρι, ωχ κι’ αμάν αμάν• ούτε βασιληάς δεν τους φτάνει!— Σαν είν’ έτσι γιατί δεν πας τσιφτσής;— Ήμουνα. Ντί!... εβόγγιξεν άγρια ο καραγκούνης. Και αντί να μ’ απαντήση, έτρεξε και άρχισε μ’ άγριες καμτσικές τ’ άλογά του […].
(συνεχίζεται).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Ο κερατζής», Εστία (Αθήνα), έτος 17, Α’ εξάμηνο (Ιανουάριος-Ιούνιος 1892), τεύχος 19 (1892), σελ. 298-302.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
DEREE 2-4-24
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΕΝΝΙΣ JUNIOR 2024
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass