*ΠΕΘΑΙΝΕΙ ο Λαρισαίος και πάει για Παράδεισο. Τον σταματάει ο Άγιος Πέτρος στην είσοδο.
- Ώπ για μισό, που πας φίλε μου;
- Μέσα...
- Για κάτσε να δω τα βιβλία μου. Χμμ...μμμ... Μάλιστα.
-Να περάσω δηλαδή;
- Κοίτα. Δεν έχεις κάνει τίποτα πολύ κακό στη ζωή σου, ούτε όμως και κάτι πολύ καλό. Αν μου πεις μια πολύ καλή σου πράξη, που ίσως μας διέφυγε, τότε θα σε αφήσω να μπεις στον Παράδεισο.
- Άκου Άγιε να σου πω ιστορία. Οδηγούσα σε ένα σκοτεινό δρόμο ένα βράδυ Σάββατο και στην άκρη τι να δω; Πεντέξι αλήτες να έχουν περικυκλώσει μια κοπέλα και να ετοιμάζονται να την κακοποιήσουν. Σταματάω, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, βουτάω ένα λοστό, δίνω μια γερή σε κείνον που φαινόταν αρχηγός και του ανοίγω το κεφάλι. Γυρνάω και φωνάζω στους άλλους. «Ρε αληταράδες... Ή αφήνετε την κοπέλα ήσυχη ή σας έφαγα...»
- Πω πω, φοβερό... λέει ο Άγιος Πέτρος. Έχεις τόλμη, είσαι καλός άνθρωπος. Και δεν μου λες, πότε συνέβη αυτό;
- Ε, θα 'ναι δυό-τρία λεπτά, δεν θα ΄ναι;
Ζ.