«Στεκόμασταν κοιτάζοντας προς τους ορυζώνες και τα λιβάδια.. πολύ νερό και ένα στενό μονοπάτι που οδηγούσε στα σύνορα με τη Μιανμάρ. Σε απόσταση, μπορούσαμε να διακρίνουμε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όμως δεν κινούνταν. Ήταν τέσσερις το απόγευμα, με μόλις δύο ώρες να απομένουν πριν σκοτεινιάσει. Έτσι αποφασίσαμε να κινηθούμε προς το μέρος τους. Μας πήρε περίπου μία ώρα να διασχίσουμε το λασπωμένο μονοπάτι, συναντώντας συνοριακούς φρουρούς και πείθοντάς τους να μας αφήσουν να περάσουμε. Τότε είδαμε χιλιάδες πρόσφυγες απλά να στέκονται εκεί, με περισσότερους συνοριοφύλακες να μας λένε να γυρίσουμε πίσω.
Μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι κάτι συνέβαινε πίσω από το πλήθος. Έτσι περιμέναμε για μία ευκαιρία να πλησιάσουμε και τότε ήταν που τους είδαμε. Το πλήθος καθόταν στις όχθες του ποταμού και πίσω τους, περίπου τρία μέτρα πιο κάτω, μέσα στο ποτάμι, υπήρχαν εκατοντάδες πρόσφυγες που προσπαθούσαν να το διασχίσουν κάθε λεπτό. Δεν υπήρχε τέλος στο πλήθος. Και εμείς απλά φωτογραφίζαμε όσους έρχονταν προς το μέρος μας. Τότε, εμφανίστηκε αυτή η γυναίκα. Έφτασε στο σημείο όπου έπρεπε να ανέβει στο μονοπάτι που βρισκόμασταν. Όμως ήταν τρομερά εξαντλημένη. Δύο πρόσφυγες που βρίσκονταν στο ίδιο σημείο με αυτήν προσπάθησαν να τη σπρώξουν προς τα πάνω. Ένας άλλος φωτογράφος του Reuters, ο Adnan Abidi, έπιασε το χέρι της και ένας άλλος το άλλο. Εγώ έπιασα το πόδι της όταν κατάφερα να τη φτάσω και στην ουσία τη σύραμε επάνω. Έμεινε ξαπλωμένη εκεί για κάποια λεπτά και έπειτα, δεν έχω ιδέα τι απέγινε. Βρίσκονταν τόσοι πολλοί άνθρωποι τριγύρω... ήταν ένα χάος».