Τα σχολεία άρχισαν και τα παιδιά της προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, προσπαθούν να ενταχθούν σε νέα περιβάλλοντα, να βρουν τρόπους επικοινωνίας και έκφρασης. Τα σύγχρονα εικονογραφημένα λογοτεχνικά βιβλία είναι σύμμαχοι δικοί τους, όσο και των ενηλίκων, γονέων και εκπαιδευτικών, ειδικά στις δύσκολες στιγμές και για «δύσκολα» θέματα.
Οι ιστορίες και οι εικόνες έχουν τον δικό τους τρόπο και τη δική τους δύναμη να μιλούν και να εξηγούν, όχι μόνο στους αναγνώστες αλλά και στους γονείς.
Πώς χειρίζεται κανείς τον παιδικό φόβο; Μιλούν τα παιδιά για τους φόβους τους; Με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Τασούλα Τσιλιμένη προτείνει σε παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς, την παρουσίαση τριών «έξυπνων» εικονογραφημένων βιβλίων που μιλούν για το φόβο και τις αξίες. Τα βιβλία αυτά είναι: «Οι κούκλες και ο άνεμος» της Έλενας Σταμούλη
« Η Θεοδώρα ένα ονειροπόλο κορίτσι αγαπά τόσο τα βιβλία όσο και τις πέντε κούκλες της που κάποια μέρα αποφασίζει να τις δώσει όνομα.
Με βάση τα χαρακτηριστικά της κάθε μιας επιλέγει τα ονόματα ΕΛΠΙΔΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ,ΑΓΑΠΗ, ΣΟΦΙΑ, ΖΩΗ. Κάποιο βράδυ συμβαίνει κάτι παράξενο. Ο άνεμος μαζί με τις κούκλες της την παρέσυρε σε ένα φανταστικό ταξίδι εκτός χώρου και χρόνου. Σε αυτή την περιπλάνηση η Θεοδώρα θα συναντήσει πουλιά, ουράνια σώματα,, μωρά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν…όντα που κάθε ένα είχε ανάγκη από κάτι. Η Θεοδώρα θα «γιατρέψει» αυτά τα κενά τους χαρίζοντας στο καθένα την κατάλληλη κούκλα, στο πληγωμένο πουλί την Ελευθερία, στο άστρο την Ελπίδα, στο μωρό τη Ζωή, στον άνεμο που δε ζήτησε τίποτα την Αγάπη. Ήταν λίγο πριν ξημερώσει που η Θεοδώρα από το ανοιχτό παράθυρο κρατώντας στην αγκαλιά της την μοναδική κούκλα που της απέμεινε, τη Σοφία, ατένιζε τον ουρανό με αγαλλίαση. Είχε χάσει τις κούκλες της αλλά είχε κερδίσει τη Σοφία. Τρυφερό παραμύθι με μεταφορική σημασία, που εισάγει το παιδί στον κόσμο της ηθικής και των αξιών, εικονογραφημένη με χρώματα που αποδίδουν το πνεύμα του κειμένου.
«Μη φοβάσαι Κοκκινοσκουφίτσα» του Βασίλη Κουτσιαρή
«Τα κλασικά παραμύθια και κυρίως οι ήρωές τους έχουν αποτελέσει το έναυσμα για μεταμοντέρνα γραφή από σύγχρονους συγγραφείς, άλλοτε για να ανατραπούν στερεότυπα, ιδεολογικά μηνύματα κ.λπ. Η κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα από αυτά τα κείμενα. Ο Β. Κουτσιαρής χρησιμοποιεί διακειμενικά το γνωστό παραμύθι με έναν πρωτότυπο τρόπο για να μιλήσει σε παιδιά και γονείς για το αίσθημα του παιδικού φόβου. Από το φανταστικό στο πραγματικό και από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ο συγγραφέας εγκιβωτίζει μια νέα ιστορία στο κλασσικό παραμύθι και αναδεικνύει τις όποιες αναστολές μπορεί να κουβαλά ένα παιδί. Με παραμυθιακό λόγο που σέβεται το ύφος του κλασικού παραμυθιού, στήνει μια πλοκή που ξαφνιάζει και ανοίγει διάλογο για ένα σοβαρό θέμα που οι γονείς είτε δεν του δίνουν τόση σημασία είτε δεν γνωρίζουν τους τρόπους που να το χειριστούν. Κυρίως δίνει την αφορμή στο παιδί αναγνώστη να ξεπεράσει το ίδιο τις αναστολές του και να τολμήσει να εκφράσει τους φόβους του. Η εικονογράφηση του βιβλίου εκτείνεται όλη σε «σαλόνια» και έτσι η φυσιογνωμία της Κοκκινοσκουφίτσα κυριαρχεί. Δίνεται έμφαση δηλαδή στο ίδιο το παιδί αναγνώστη που ταυτίζεται με την ηρωίδα Κοκκινοσκουφίτσα ή με τη νέα ηρωίδα του Κουτσιαρή.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο συμβάλει περισσότερο προς τον τομέα της ταύτισης.
«Ποιος φοβάται τον μπαμπούλα»; της Κριστίνε Νέστλινγκερ
«Άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον φόβο όμως εντελώς ανατρεπτικό στη σύλληψή του. Ουσιαστικά η συγγραφέας κλείνει το μάτι στο παιδί αναγνώστη και ρίχνει το μπαλάκι στον ενήλικα γονέα. Ο Αντόν είναι ένα αγοράκι όχι και τόσο φρόνιμο όσο το θέλει η μητέρα του. Έτσι κάθε φορά που ο Άντον κάνει κάτι που δεν βρίσκει σύμφωνη τη μητέρα του εκείνη για να τον συμμορφώσει απειλεί «...θα έρθει ο Μπαμπούλας να σε πάρει». Ο Άντον σκέφτεται συχνά τον Μπαμπούλα, τον ζωγραφίζει, του δίνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μέχρι που στο δωμάτιό του κάνει την εμφάνισή του ο Μπαμπούλας. Είναι βέβαια εντελώς διαφορετικός από ότι τον είχε φανταστεί: μικροκαμωμένος γεράκος, θολά γαλάζια μάτια, χωρίς δόντια…και το πιο αφύσικο τον βοηθά για να ανοίξουν το ξυπνητήρι που τόση ώρα παίδευε τον Άντον. Μια ωραία και φιλική συζήτηση αρχίζει μεταξύ τους μέχρι που στο δωμάτιο μπαίνει η μαμά του Άντον και πάλι απειλεί με τη γνωστή φράση όταν βλέπει χαλασμένο το ξυπνητήρι. Το σκηνικό αλλάζει όταν κάτω από το κρεββάτι εμφανίζεται ο Μπαμπούλας φαρδύς σαν ντουλάπα και ψηλός σαν καλόγερος. Με πρόσωπο κατακκόκινο, μάτια πράσινα και δόντια μεγάλα και αιχμηρά! Μια ιστορία με χιούμορ που ξορκίζει τους φόνους των παιδιών και στέλνει μήνυμα στους ενήλικες για τον τρόπο χειρισμού εκ μέρους τους. Η εικονογράφηση χαρακτηρίζεται από ένα παιδικό βλέμμα και στυλ και αναδεικνύει το θέμα του βιβλίου.