Διήγημα

Ένα μπουκέτο αγριολούλουδα

Δημοσίευση: 14 Ιουν 2015 8:48

 

 

* Της Καλλίτσας Γκουράβα - Δικτά, λογοτέχνη, συγγραφέα

Ο Άρης εκείνο το πρωινό είχε μια ωραία διάθεση. Ξύπνησε νωρίς-νωρίς, μπήκε στο μπάνιο, σιγοψιθυρίζοντας ένα παλιό τραγούδι απ` τα αγαπημένα του και ύστερα πήγε στην κουζίνα για να πιει τον καφέ του, κατά τη συνήθειά του.

Μέτριο Ελληνικό με... φουσκάλες, έτσι τον έπινε. Στις... φουσκάλες παλαιότερα έδινε πολύ μεγάλη σημασία, πίστευε πως φέρνουν γούρι και λεφτά, αλλά εδώ και χρόνια έπαψε να πιστεύει σ ` αυτά τα παραμύθια.

Τα... χαστούκια που έφαγε απ` τη ζωή τον συνέφεραν, τον ωρίμασαν. Εκείνο το πρωινό λοιπόν ο Άρης, αφού ήπιε τον καφέ του, ντύθηκε όμορφα - χιλιοτριμμένο βέβαια το κοστούμι του αλλά ακόμα κρατούσε καλά - και βγήκε στο δρόμο.

Ο αέρας μύριζε τριαντάφυλλο και γιασεμί απ` τις γύρω βεράντες. Είχε σκοπό να κάνει έναν περίπατο, μέχρι την άκρη της πόλης, στο ποτάμι. Σαν έφθασε στη γέφυρα σταμάτησε και ακούμπησε στα κάγκελα να ξεκουραστεί, να απολαύσει το τοπίο και να αφουγκραστεί τους ήχους της φύσης.

Το θρόισμα των φύλλων απ` το δροσερό αεράκι, το κελάρυσμα του νερού, το κρώξιμο των βατράχων, το κελάηδημα των πουλιών, που φώλιαζαν στα πανύψηλα δέντρα στις όχθες του ποταμού, όλα μια ουράνια συμφωνία.

Ένας παράδεισος εκείνο το μέρος, το επισκεπτόταν συχνά. Σήμερα όμως είχε κι έναν άλλο λόγο που πήγε ως εκεί.

Ήθελε να μαζέψει αγριολούλουδα από εκείνα που φύτρωναν δίπλα στο ποτάμι και ευωδίαζαν.

Το μεσημέρι ήταν καλεσμένος σε ένα γεύμα και η οικοδέσποινα τρελαινόταν για ένα μπουκέτο αγριολούλουδα. Τα προτιμούσε από μια ακριβή ανθοδέσμη απ` το ανθοπωλείο.

Η Αμαλία ήταν μια μοναχική ηλικιωμένη κυρία. Ζούσε σ` ένα παλιό αρχοντικό της πόλης και αρνούνταν με πάθος να το εγκαταλείψει, να το δώσει αντιπαροχή, όπως τη συμβούλευαν και να πάρει σύγχρονα και μοντέρνα διαμερίσματα.

«Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα κι εδώ θ` αφήσω την τελευταία μου πνοή. Οι κληρονόμοι μετά ας το κάνουν ότι θέλουν...» Έλεγε συχνά. Η Αμαλία δεν παντρεύτηκε ποτέ. Είχε δυο ανίψια, παιδιά του αδελφού της, αγόρι και κορίτσι, που τα θεωρούσε... στήριγμα των γηρατειών της. Δεν της είχαν δώσει βέβαια τέτοια... δείγματα, αλλά εκείνη έτσι ήθελε να πιστεύει, το είχε ανάγκη. Σπάνια την επισκέπτονταν κι όταν γινόταν αυτό, η κουβέντα περιστρεφόταν γύρω απ` τα περιουσιακά...

Την παρότρυναν, ή καλύτερα την πίεζαν να πουλήσει τα ακίνητα όσο-όσο, γιατί τώρα με την κρίση ήταν ασύμφορο να τους τα αφήσει έτσι και να πληρώνουν τον ΕΝΦΙΑ.

Αυτά και άλλα συζητούσαν και η Αμαλία πικραινόταν πολύ.

Ο Άρης ήταν προστατευόμενός της. Γιος μιας παιδικής της φίλης που είχε συγχωρεθεί εδώ και χρόνια κι αυτή κι ο άντρας της.

Καλό παιδί φιλότιμο, μα ανώριμο και επιπόλαιο. Ένα παιδί που δεν κοπίασε ποτέ να βγάλει χρήματα κι όταν τα έβρισκε τα σκορπούσε ασυλλόγιστα.

Μεγάλο πάθος του τα χαρτιά, ξημεροβραδιαζόταν στις χαρτοπαικτικές λέσχες.

Σαραντάρης τώρα ο Άρης, μόνος και χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, παρά μόνο το σπίτι του, ευτυχώς που του έμεινε κι αυτό λόγω του πάθους του, πορευόταν στη ζωή έτσι χωρίς σκοπό. Η Αμαλία τον συμπονούσε, ένιωθε πως είχε κάποιο... χρέος απέναντι στη φίλη της και μάνα του και τον βοηθούσε με όποιον τρόπο μπορούσε.

Όταν έφτασε στον... πάτο πια και δεν είχε ούτε το καθημερινό του, ανέλαβε τη συντήρησή του. Έκανε κουβέντα με έναν εστιάτορα της πόλης τους γνωστό της κι έτσι του εξασφάλισε το φαγητό του.

Ο Άρης αισθανόταν πολύ υποχρεωμένος και βαθιά συγκινημένος, απ` την κίνηση της Αμαλίας. Δεν ήξερε με τι τρόπο να της το ξεπληρώσει. Περνούσε συχνά απ` το σπίτι της, την έκανε συντροφιά και της πήγαινε και τα αγαπημένα της αγριολούλουδα. Εκείνη την ημέρα όμως ήταν αλλιώς. Του έκανε επίσημη πρόσκληση, τον πήρε στο τηλέφωνο και τον προσκάλεσε για φαγητό, γιατί είχαν «λέει» κάτι να συζητήσουν.

Περνούσαν διάφορα απ` το μυαλό του απ` τη στιγμή που έκλεισε το τηλέφωνο. Τι να τον ήθελε άραγε! Το ευχάριστο και τρελό μαζί ήταν να του προτείνει να τον... υιοθετήσει και το δυσάρεστο αυτό που του πάγωσε το αίμα, ήταν να του ανακοινώσει, ότι τώρα με την κρίση, δεν μπορούσε άλλο να πληρώνει το εστιατόριο. Ήταν κι εκείνα τα` ανίψια που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι, μπορεί να της «έβαλαν λόγια», σκεφτόταν.

Αντίθετα με τον Άρη που τους αγαπούσε, γνωρίζονταν χρόνια και δε είχαν να... μοιράσουν τίποτα.

Βέβαια δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Εκείνοι καταλάβαιναν πως είχε κάποια οφέλη απ` την Αμαλία κι επειδή πίστευαν πως ό,τι είχε η θεία τους τους ανήκε, δεν μπορούσαν να το χωνέψουν αυτό.

Εκείνη την ημέρα ο Άρης μάζεψε τα ωραιότερα λουλούδια απ` την όχθη του ποταμού, που διέσχιζε την πόλη και της έδινε μια ανεπανάληπτη γραφικότητα.

Κάποια στιγμή ξεχασμένος μέσα σ` εκείνη την ομορφιά, κοίταξε το ρολόι του. Έδειχνε «μία». Έπρεπε να γυρίσει σιγά-σιγά. Η Αμαλία γευμάτιζε γύρω στις δύο και έπρεπε να είναι εκεί νωρίτερα.

Ήταν μια συνήθεια απ` τα νιάτα της, από τότε που ζούσαν οι γονείς της και θεωρούσε ότι ήταν ασέβεια να την αλλάξει. Ασέβεια προς τους συγχωρεμένους τους γονείς της και προς τις αρχές που της έδωσαν.

Στις δύο παρά τέταρτο χτυπούσε το κουδούνι, του άνοιξε η ίδια, αν και είχε ένα κορίτσι να τη βοηθάει στις δουλειές.

Τον αγκάλιασε «Καλώς ήρθες αγόρι μου... Αχ, τι όμορφα λουλούδια, μοσχοβολάνε, σ` ευχαριστώ». Τα περιεργάστηκε. «Μερικά έχουν ριζούλα, θα τα φυτέψω σ` ένα γλαστράκι, ελπίζω να αντέξουν τη... θηριωδία και το καυσαέριο της πόλης. Έλα Άρη, κάθισε να ξεκουραστείς και μετά να περάσουμε στην τραπεζαρία.

Μαγείρεψα ντολμαδάκια που σου αρέσουν, μαζέψαμε τα κληματόφυλλα απ’ την κληματαριά του κήπου, φρέσκα τρυφερά, είναι η εποχή τους τώρα... Πήρε τα χέρια της και τα φίλησε.

«Ευχαριστώ καλή μου, ευχαριστώ για όλα, τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να εκφράσω το μεγαλείο της ψυχής σου, έχουν... φθαρεί κι αυτά απ` το χρόνο.

Πέρασαν στο βαρύ βελούδινο σαλόνι, απομεινάρι μιας άλλης εποχής.

Η Αμαλία είπε στην κοπέλα να τους φέρει ένα ούζο, «έτσι για την όρεξη», πρόσθεσε γελώντας. Αφού τσούγκρισαν τα ποτήρια, εκείνη μπήκε αμέσως στο θέμα. Δεν άντεχε να περιμένει να του κάνει την κουβέντα μετά το φαγητό, όπως το είχε σχεδιάσει... «Άρη εδώ και χρόνια σε νιώθω σαν δικό μου παιδί... Θέλεις να γίνεις γιος μου και με τη σημασία της λέξης;» Του είπε έτσι απλά, χωρίς περιστροφές. «Μα πως...! Τι εννοείτε;

«Υπάρχει και η πράξη της υιοθεσίας Άρη...» Κυρία Αμαλία μου σας ευχαριστώ... αλλά τι θα πούνε τα παιδιά, τα ανίψια σας θέλω να πω!»

«Δεν τους πέφτει λόγος, κάτι θα τους αφήσω, θα το κάνω για την ψυχή του αδερφού μου και για τη συνείδησή μου. Όλα αυτά τα χρόνια, έδειξαν μια πλήρη αδιαφορία για το άτομό μου, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα χρήματα που τους έδινα.

Κι εγώ η ηλίθια νόμιζα, πως έχω συγγενείς, θα θυσίαζα και τη ζωή μου γι αυτά τα παιδιά. Όμως τώρα δεν πάει άλλο. Είμαι ογδόντα χρονών, κάτι θα χρειαστώ.

Αρρώστησα την άλλη φορά, εσύ ήρθες, εκείνοι δεν πάτησαν. Και ήταν μια απλή ίωση, πού να τύχει και κάτι πιο σοβαρό!

Το σκέφτηκα καλά Άρη, αν βέβαια θέλεις και συ, θα αναθέσω αύριο κι όλας την υπόθεση στο δικηγόρο μου...

Έγινε σιωπή. Η Αμαλία έτρεμε ελαφρά, ο Άρης πολύ συγκινημένος μόλις που έβγαινε η φωνή του. Της έπιασε τα χέρια.

«Καλή μου κυρία Αμαλία, θα γίνει ότι είπες. Η χαρά μου θα είναι να σε φροντίζω από δω και πέρα, εσύ έκανες και κάνεις τόσα για μένα. Σε νιώθω... μάνα μου εδώ και χρόνια.

Εκείνη έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και προχώρησαν προς την τραπεζαρία.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass