Ο νόμος αυτός, λαμβάνει το προσωνύμιο «αθλητικός νόμος» και αντικαθιστά ρυθμιστικά, τον μέχρι τότε ισχύοντα αντίστοιχο «αθλητικό» νόμο, που ανάγονταν στο έτος 1975 (ν. 75/1975).
Στο κατασταλτικό επίπεδο, αυτό του ποινικού κολασμού της αθλητικής βίας, τρία χρόνια μετά (με το άρθρο 7 του ν.3057/2002), το θεσμικό πλαίσιο εξοπλίζεται με το άρθρο 41ΣΤ, το οποίο συμπληρώνει και αναπροσαρμόζει αξιόποινες συμπεριφορές, που εντοπίζονταν ήδη στον ν. 1646/1984.Έχοντας υποστεί διάφορες περισσότερο ή λιγότερο παραμετρικές τροποποιήσεις, το ίδιο άρθρο, για τα αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο, ισχύει μέχρι και σήμερα.
Γιατί όμως ο αθλητισμός απολαμβάνει ειδικής νομοθετικής μεταχείρισης;
Καταρχάς, ο αθλητισμός έχει μια αναμφίβολη κοινωνική αξία, που επηρεάζει συνολικά την ποιότητα της ζωής. Παράλληλα, συναρτάται άμεσα με την επωφελή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Δεδομένη άλλωστε θεωρείται και η θετική συμβολή του αθλητισμού στην υγεία, την παιδεία και την αρμονική συμβίωση. Πιο σπουδαία όλων όμως, είναι η υπόρρητη συνεισφορά του αθλητισμού σε διεργασίες που απομακρύνουν τον ατομικισμό, την περιθωριοποίηση και τους εθισμούς.
Πέραν του αναντίρρητου θετικού προσήμου του αθλητισμού, η εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια ανέδειξε καταστάσεις και συμπεριφορές, ιδιαιτέρως προβληματικές, που χρήζουν άμεσης διαχείρισης. Φαινόμενα όπως ο παραγοντισμός και η αδιαφάνεια έπληξαν την εικόνα του αθλητισμού στην κοινωνία, ενώ η αθλητική βία μόλυνε ευρέως τον αθλητισμό, απωθώντας έτσι υγιή του κομμάτια.
Η ποινική μεταχείριση της αθλητικής βίας, εκκινεί από ένα -όπως καλείται νομικά- ιδιώνυμο αδίκημα. Πρόκειται δηλαδή, για ένα ειδικό ποινικό αδίκημα, που έχει αποχωριστεί από τα υπόλοιπα αδικήματα -γενικής κατηγορίας- που τιμωρούν τη βία, επιφυλάσσοντας ειδικές ποινές και δικονομικές διαδικασίες για όσους προβαίνουν σε πράξεις βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο. Η θέσπιση ειδικής ποινικής διάταξης, αποδεικνύει έμπρακτα, αφενός την ειδική μέριμνα της πολιτείας για τον αθλητισμό και αφετέρου τη διαφορετική -προς το σκληρότερο- μεταχείριση όσων βάλλουν κατά αυτού. Παρότι μάλιστα, στα κατεξοχήν αδικήματα της βίας, το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η σωματική ακεραιότητα, στην περίπτωση της αθλητικής βίας, το έννομο αγαθό που πρέπει να προστατευτεί δεν εξαντλείται στη σωματική ακεραιότητα, αλλά περιλαμβάνει την ευταξία των αθλητικών δρώμενων και την προάσπιση του αθλητικού ιδεώδους.
Η διάταξη του άρθρου 41ΣΤ του ν. 2725/1999 καταλαμβάνει πράξεις βίας που τελούνται τόσο μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης όσο και με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν. Με τον τρόπο αυτό, καλύπτονται πλήρως χωρο-χρονικά οι πράξεις που σχετίζονται με αθλητικά γεγονότα.
Υποκείμενο των αδικημάτων βίας στον αθλητισμό μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δίχως να απαιτείται να συνδέεται με κάποιον τρόπο με το αθλητικό δρώμενο (λ.χ. διαιτητής, παίκτης, προπονητής). Επίσης, το άρθρο 41ΣΤ περιλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, γεγονός που αναδεικνύει τη λειτουργία του ως επιβοηθητικού στον ποινικό κολασμό συμπεριφορών – εφαρμόζεται, δηλαδή, μόνο στην περίπτωση που οι συμπεριφορές αυτές δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Ποιες συμπεριφορές όμως τυποποιεί ο νομοθέτης ως πράξεις αθλητικής βίας;
(α) Ρίψη προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη,
(β) βιαιοπραγία κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτόξευση απειλών κατά προσώπου, που σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφονται στο φύλλο αγώνα,
(γ) κατοχή ή χρήση αντικειμένων που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες,
(δ) κατοχή ή χρήση βεγγαλικών, καπνογόνων, κροτίδων και γενικά εύφλεκτων υλών,
(ε) είσοδο και παραμονή σε αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, με σκοπό την παρεμπόδιση ανίχνευσης και καταγραφής από συσκευές καταγραφής εικόνας.
Πέρα από τις προηγούμενες πράξεις, επίσης τιμωρείται η χρήση εκφράσεων που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα τρίτων ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλουν τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες, με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή και μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτή.
Ως επιβαρυντική περίσταση, αξιολογείται η περίπτωση που ο δράστης κρίνεται ως ιδιαίτερα επικίνδυνος. Σύμφωνα με τον νόμο, ιδιαίτερα επικίνδυνος θεωρείται ο δράστης που έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αφορμή αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων.
Περαιτέρω, ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση συνιστά ο συνδυασμός συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων με το αδίκημα της αθλητικής βίας.
Τέλος, ως επιβαρυντικές περιστάσεις προβλέπονται επίσης:
- το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων,
- το ότι από τη βαρύτητα της πράξης, τη βιαιότητα κατά την τέλεσή της, τις περιστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και τη σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης, προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον,
- το ότι ο δράστης εκδήλωσε ρατσιστική συμπεριφορά.
Το 2004, ο νομοθέτης διαγιγνώσκοντας τη μη εξομάλυνση της κατάστασης, εισήγαγε μια ακόμη ποινική διάταξη στο άρθρο 41ΣΤ για όσους παροτρύνουν, υποκινούν, ενθαρρύνουν ή διευκολύνουν με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως, δημόσια ή διά του έντυπου ή ηλεκτρονικού Τύπου ή του διαδικτύου μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων για να διαπράξουν αδικήματα αθλητικής βίας.
Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, απαγορεύεται η μετατροπή -σε χρήμα ή σε κοινωφελή εργασία- της στερητικής της ελευθερίας ποινής στα αδικήματα του άρθρου 41ΣΤ, καθώς και η αναστολή της εκτέλεσής της. Ως παρεπόμενη δε υποχρεωτική ποινή, προβλέπεται η απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων για χρονικό διάστημα δύο έως πέντε ετών.
Μάλιστα, για την εκδίκαση των αδικημάτων αθλητικής βίας εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία και οι σχετικές υποθέσεις εκδικάζονται εντός 30 ημερών (με εξαίρεση ελαφρά πλημμελήματα διαιτητών ή αθλητών κατά τη συμμετοχή τους στην αθλητική συνάντηση), ενώ η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης.
Το ιδιώνυμο αδίκημα του άρθρου 41ΣΤ τροποποιήθηκε την τελευταία 3ετία, 3 φορές (με τους ν. 4809/2021, 4908/2022 και 5039/2023). Τα αυξημένα θεσμικά αντανακλαστικά, υποδηλώνουν ένα διαρκή αγώνα δρόμου για την πάταξη του φαινομένου της αθλητικής βίας και την επικαιροποίηση του πλαισίου καταλαμβάνοντας και τις πλέον σύγχρονες ή ακόμη και «γκρίζες» μορφές βίας.
Ο αθλητισμός έχει μια τεράστια δυναμική. Όταν αυτή του η δυναμική δεν διοχετεύεται στην ατομική και κοινωνική ανάταξη και δεν χρησιμοποιείται για να ενώσει, κινδυνεύει να εργαλειοποιηθεί και μάλιστα ποικιλοτρόπως, με ολέθριες επιπτώσεις τόσο για το αθλητικό ιδεώδες όσο και για την κοινωνία.