Από την άλλη πλευρά ο Έλληνας πρωθυπουργός στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση και κυρίως στη συνέντευξη του στην τηλεόραση του Σκάι εμφανίστηκε ως έτοιμος από καιρό να αδράξει την «ιστορική ευκαιρία», κατά αυτόν, μιλώντας για «τολμηρή ατζέντα που επιδιώκει την εξερεύνηση» χωρίς να αποκλείονται και «υποχωρήσεις». Διατύπωσε, δε, ευθέως το στόχο του για προσφυγή στη Χάγη για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Αθήνα και Άγκυρα εμφανίζουν με τον τρόπο αυτό στο διεθνές ακροατήριο μια διαδικασία επανεκκίνησης των παγωμένων και τεταμένων σχέσεων των δύο χωρών μετά από την τριετή έντονα επιθετική και προσβλητική συμπεριφορά της Τουρκίας μέχρι και τους καταστροφικούς σεισμούς, στα πλαίσια της επεκτατικής νεο-οθωμανικής στρατηγικής. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ουδείς είναι κατά του διαλόγου και των καλών σχέσεων γειτονίας, κάτι που είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών εάν αυτός πραγματοποιείται εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου και κυρίως υπάρχει ειλικρινής διάθεση για εξεύρεση λύσεων και όχι για ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων συμφερόντων. Και ενώ από την Ελλάδα διαχρονικά υπάρχει αυτή η διάθεση λύσεως των διαφορών, με τη γείτονα δεν ισχύει το ίδιο για την Τουρκία που έχει δείξει με καθαρό τρόπο ποιοι είναι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της (αποστρατικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, γαλάζια πατρίδα που σημαίνει επί της ουσίας μοίρασμα του Αιγαίου, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και αναγνώριση dejure του ψευδοκράτους στη μαρτυρική Μεγαλόνησο). Στόχοι που, αν υλοποιηθούν, αντικειμενικά οδηγούν στη φιλανδοποίηση της Ελλάδος και της Κύπρου μακροπρόθεσμα.
Η θεαματική αλλαγή 180 μοιρών στην τουρκική εξωτερική πολιτική δεν είναι κάτι καινούργιο. Όταν το τουρκικό αυταρχικό καθεστώς θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας η άμεση αλλαγή την πραγματοποιεί ακόμα και κατά εκείνων που μέχρι πριν λίγο καιρό εκτόξευε κατηγορίες και απειλές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετατρέπεται αυτομάτως από λύκο σε πρόβατο, αφού διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι οι κεντρικοί στόχοι του βαθέως τουρκικού κράτους παραμένουν αναλλοίωτοι και επιδιώκονται ανάλογα με την ευρύτερη συγκυρία.
Κατά τη τετραετία 2019-2022, η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις στρατηγικές επιδιώξεις της, που εντάσσονται στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, ότι δηλαδή ως ισχυρή ηγεμονική περιφερειακή δύναμη έχει το δικαίωμα της στρατιωτικής παρέμβασης, όπου κρίνει, ακόμα και όταν παραβιάζονται με πρωτοφανή τρόπο τα ισχύοντα στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, δημιούργησε με τη βοήθεια του Τραμπ ένα τεράστιο διάδρομο 400 χιλιομέτρων εντός του συριακού εδάφους κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών, εκτοπίζοντας τους Κούρδους της Συρίας, εισέβαλε στο Ιράκ με το πρόσχημα της εκκαθάρισης των εκεί Κούρδων, υπέγραψε το προδήλως παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, αμφισβητώντας decure την ελληνική ΑΟΖ, επιδόθηκε σε παράνομες έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ στη περιοχή του Καστελλόριζου, προχώρησε σε παράνομες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και διεθνοποίησε μέσω του ΟΗΕ το αίτημά της για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών.
Παράλληλα, αν και μέλος του ΝΑΤΟ αψήφησε τις απειλές των ΗΠΑ και άλλων δυτικών δυνάμεων αγοράζοντας το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 από τη Ρωσία, η οποία πέραν αυτού θα κατασκευάσει στο τουρκικό έδαφος τρεις πυρηνικούς αντιδραστήρες, διακηρυκτικά για παραγωγή ενέργειας. Είναι όμως κρυφό μυστικό ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος του τουρκικού καθεστώτος είναι η παραγωγή πυρηνικών όπλων, χωρίς μάλιστα καμία αντίδραση από τον διεθνή παράγοντα έως σήμερα για αυτές τις ανομολόγητες προθέσεις του, ούτε καν από τη χώρα μας.
Σήμερα που το τουρκικό καθεστώς αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που απειλούν ακόμα και με χρεωκοπία, έχει περιέλθει σε σοβαρή εμπλοκή εν σχέσει με την προμήθεια των F-16 και ζυγίζει προσεκτικά τον τελικό ρόλο της Τουρκίας στη γεωπολιτική σκακιέρα εν σχέσει με την πορεία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, προέβη σε τακτική αναδίπλωση. Εμφάνισε δηλαδή ένα πιο ήπιο πρόσωπο, χωρίς όμως να αποστεί στο παραμικρό από τις στρατηγικές της επιδιώξεις, προκειμένου να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της. Κανείς δεν μπορεί βέβαια να εκτιμήσει για πόσο καιρό θα παραμείνει σε αυτό τον δρόμο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μακροπρόθεσμη επεκτατική στρατηγική έναντι της χώρας μας δεν αλλάζει, όπως άλλωστε φρόντισε να δηλώσει το Υπουργείο Αμύνης της Τουρκίας (υπεράσπιση της γαλάζιας πατρίδας και των τουρκικών αιθέρων, δηλαδή μη ανάγνωριση του εναερίου χώρου της χώρας στα 10 μίλια, καθώς και προστασία του ψευδοκράτους στην Κύπρου) πριν τη συνάντηση στο Βίλνιους.
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη και διαχρονική πραγματικότητα, η Ελλάδα, η οποία βρέθηκε τα προηγούμενα έτη και πριν τους καταστρεπτικούς σεισμούς να απειλείται ευθέως με πολεμική σύρραξη από το επιθετικό τουρκικό καθεστώς συμμετέχει και ανακουφισμένη σε αυτήν την τακτική μεταμορφισμού του τουρκικού καθεστώτος. Και ενώ η Τουρκία έχει μόνο οφέλη από τα δώρα της Δύσης, χωρίς αυτή να δίνει το παραμικρό, οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι σημαντικοί αφού η πραγματοποιηθείσα ήδη δημοσιοποίηση σε όλα τα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, casus beli σε περίπτωση επέκτασης στα 12 ν.μ.) παρέχουν το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο τουρκικό καθεστώς στην επόμενη στροφή που θα αισθανθεί ισχυρό να επανέλθει στη γνώριμη επιθετική του πολιτική. Συνακόλουθα η μη εξάσκηση των νομίμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, όπως για παράδειγμα η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. τουλάχιστον νοτίως της Κρήτης λειτουργεί υπέρ της παγίωσης των στρατηγικών επιδιώξεων της Άγκυρας περί ειδικού καθεστώτος του Αιγαίου. Τυχόν, δε, παραπομπή της οριοθέτησης της ΑΟΖ στη Χάγη χωρίς την πρότερη επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας θα σημάνει αυτομάτως τη διά παντός παραίτησή μας από το μονομερές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Τέλος ο παγιωμένος πλέον διαχωρισμός των ελληνοτουρκικών με το κυπριακό ωσάν η Κύπρος να μην αποτελεί ζωτικό τμήμα του Ελληνισμού και κύριο πρόταγμα στις ελληνοτουρκικές διαφορές, παρέχει τη δυνατότητα στην Τουρκία να πετύχει τη decure αναγνώριση του ψευδοκράτους, είτε ευθέως με την αναγνώριση δύο κρατών, είτε εμμέσως με τη μορφή της συνομοσπονδίας.
Οι ενέργειες αυτές από την ελληνική πλευρά, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι η καλλιέργεια πρόσκαιρων ψευδαισθήσεων περί δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης για εσωτερική κατανάλωση, κάτι όμως που λειτουργεί και ως βάση στο διεθνή χώρο υπέρ του ταραξία που λειτουργεί στην παρούσα φάση τακτικά ως καλός γείτονας. Επαναφέρουν, δε, στο προσκήνιο για μια ακόμα φορά τη διαχρονική ελληνική τακτική, που είναι ο κατευνασμός και η «εξημέρωση του θηρίου», ως απότοκος του φοβικού συνδρόμου από το οποίο διαπνέεται το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Είναι προφανές ότι το τουρκικό πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο δεν πρόκειται να παραιτηθεί στο ελάχιστο από τις στρατηγικές διεκδικήσεις του στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Ανάλογα με την πορεία της οικονομίας, την εκμετάλλευση των «δώρων της Δύσης», η οποία επιτρέπει τα ανατολικά παζάρια σε βάρος μακροπρόθεσμων ελληνικών συμφερόντων (βλ. ονομασία των στενών σε τουρκικά στενά κατά ρητή παραβίαση της συνθήκης του Μοντρέ, αφαίρεση της Κύπρου και αντικατάσταση της με συντεταγμένες στους νατοϊκούς χάρτες, απόκτηση των F-16 σε συνδυασμό με την ανθούσα αμυντική βιομηχανία της, η οποία την εξοπλίζει) θα επανέλθει δριμύτερη για υλοποίηση των στρατηγικών της στόχων κατά της χώρας μας. Θα πρέπει μάλιστα να ληφθεί υπόψη ότι αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας δεν αποτελούν μόνο κτήμα και συνείδηση των τουρκικών ελίτ, αλλά έχουν εμβολιαστεί στο θυμικό της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού μέσω της προηγηθείσας τουρκικής επιθετικότητας, με συνέπεια ακόμα και αυτό το αυταρχικό καθεστώς να μην μπορεί να υπαναχωρήσει από αυτές τις παράνομες απαιτήσεις του, διότι θα κατηγορηθεί ως μειοδοτικό στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Εκατό χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης από τον τουρκικό επεκτατισμό, ανεξαρτήτως των βραχυπρόθεσμων επιθέσεων φιλίας της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιήσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της. Οι ψευδαισθήσεις, τα κακοχωνεμένα ιδεολογήματα και οι εικονικές πλάνες των κατευναστικών ελληνικών ελίτ διαχρονικά έχουν επανειλημμένα συντριβεί μπροστά στον τουρκικό επεκτατισμό. Σήμερα απαιτείται συνδυαστικώς παράλληλα με την αναθέρμανση των σχέσεων η διεθνής ανάδειξη του τουρκικού αναθεωρητισμού, που περιλαμβάνει την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την παραμονή 40.000 στρατιωτών, τη βίαιη καταστρατήγηση των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης ως προς την Ίμβρο και την Τένεδο και την εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και όλη την επιθετική της ρητορεία περί γαλάζιας θάλασσας, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών κ.λπ. Περαιτέρω, απαιτείται η ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών, η ουσιαστική και έξυπνη ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα (παλλαϊκή άμυνα) σε συνδυασμό με την άμεση ενίσχυση και λειτουργία της αμυντικής βιομηχανίας, θέμα για το οποίο υστερεί δραματικά η σημερινή Κυβέρνηση. Υφίσταται δηλαδή η ανάγκη μιας οραματικής εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, που δυστυχώς παραμένει μετέωρη λόγω της ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού της χώρας.