ΔΙΗΓΗΜΑ

Εκτακτο περιστατικό

Δημοσίευση: 21 Φεβ 2024 13:05

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

Ο αέρας φυσούσε μανιασμένα και το χιόνι έπεφτε κάτασπρο και πυκνό.

Το ξύλινο σπιτάκι στην πλαγιά του βουνού, κοντά στο δάσος, έτριζε συθέμελα. Τα παραθυρόφυλλα χτυπούσαν με λύσσα, μα αντιστέκονταν ακόμα.
Τα κούτσουρα έτριζαν κι εκείνα στο τζάκι λες και ακολουθούσαν τον ρυθμό της θεομηνίας, εκείνης της κοσμοχαλασιάς. Η άσπρη γάτα κουλουριασμένη σ’ ένα μεγάλο πανέρι μ’ ένα ζεστό στρωσίδι κοντά στο τζάκι, γουργούριζε, λες και όλα ετούτα την ευχαριστούσαν.
Ο Φλοξ κι ο Πήγασος, δύο μεγάλα κυνηγόσκυλα πίσω από την πόρτα γρύλιζαν και τέντωναν τ’ αυτιά τους, να πιάσουν και τον παραμικρό θόρυβο.
Ο Νίκος καθισμένος κοντά στο τζάκι σε μια αυτοσχέδια πολυθρόνα, κάπνιζε την πίπα του και σκεφτόταν. Ποιος ξέρει τι; Ίσως τον καιρό που είχε πιάσει για καλά και πόσο θα κρατούσε, ίσως πια δέντρα έπρεπε να κόψει και να φυτέψει άλλα στη θέση τους για ν’ αυξήσει την παραγωγή, μπορεί και τον τίτλο του καινούργιου του βιβλίου που ετοίμαζε ή και τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι άσχετο με την τωρινή του ζωή…
Ο Νίκος είχε έρθει πριν πέντε - έξι χρόνια σ’ αυτήν την ήσυχη γωνιά της γης απ’ την πρωτεύουσα. Αγόρασε εκείνο το μικρό κτήμα δίπλα στο δασάκι και ζούσε ήρεμα κι ευτυχισμένα στην ξύλινη αγροικία, που υπήρχε μέσα στο κτήμα.
Μοναδικοί του φίλοι τα σκυλιά, η γάτα του και ένα δίκαννο που δεν το αποχωριζόταν σχεδόν ποτέ. Το χωριό απείχε μισή ώρα με τα πόδια. Το επισκεπτόταν κάθε φορά που είχε να κάνει κάποιες προμήθειες σε τρόφιμα ή αν του έσπαζε κανένα γεωργικό εργαλείο.
Περνούσε κι απ’ το καφενείο όταν τελείωνε τις δουλειές του, έτσι για να πει μια καλησπέρα στους χωριανούς και να μην τον λένε κι ακατάδεχτο. Του άρεσε να ζει μόνος του τον περισσότερο καιρό, αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν αγαπούσε τους ανθρώπους.
Οι χωριανοί είχαν να λένε για τη φιλοξενία του αν κάποιος τύχαινε να περάσει απ’ το αγρόκτημα. Βέβαια, τους έτρωγε η περιέργεια, για το ποιος ήταν, από πού είχε έρθει και γιατί; Μα από σεβασμό δεν ρωτούσαν τίποτα. Φαινόταν άνθρωπος καλλιεργημένος, μορφωμένος, αλλά τα λόγια του ήταν λίγα. «Καλός άνθρωπος, μα παράξενος» είπε μια μέρα κάποιος, «αλλά θα μου πεις συγγραφέας δεν είναι; Ε, αυτοί κάπου… σκαλώνουν, αλλού τρέχει ο νους τους όταν σου μιλάνε».
Αυτά και άλλα λέγονταν στο μοναδικό καφενείο του χωριού, χωρίς υστεροβουλία και χωρία καμιά κακία.
Στ’ αυτιά του Νίκου, όμως, δεν έφθανε ποτέ τίποτα. Εκείνος ζούσε ευτυχισμένος στον κόσμο του, μακριά απ’ τον θόρυβο της πρωτεύουσας, μακριά από κοσμικότητες, σχόλια, ειρωνείες, κολακείες, άχρηστα πράγματα… Μακριά κι απ’ τον έρωτα. Τώρα πώς συμβιβάζονταν τα σαράντα του χρόνια, η ζωτικότητά του, μ’ εκείνη τη μοναχική ζωή, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία.
Ο Νίκος ήξερε να παιδεύει και να δαμάζει νου και κορμί, να τα κατευθύνει, κι εκείνα να υπακούουν, να πειθαρχούν. Όταν κάνει κανείς μόνος του τις επιλογές, τότε έχει τη δύναμη να τα βάλει με όλα, ακόμη και με τη φύση.
Καμιά φορά, βέβαια, στις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς του το μυαλό του έτρεχε πίσω, είχε να θυμηθεί και όμορφες στιγμές. Εκείνος, όμως, προτιμούσε να θυμάται εκείνη, τη μία και μοναδική, που σφράγισε τη ζωή του και του έκανε να χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους των σαλονιών και να τον αναγκάσει να ζήσει μακριά απ’ τον κόσμο.
Ποτέ δεν μετάνιωσε γι’ αυτή του την απόφαση. Καλύτερη και σωστότερη ζωή απ’ αυτή δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί, αλλά τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο…
Και το χιόνι έπεφτε, ασταμάτητα, κι έκλεισε ο δρόμος και μισόκλεισαν τα παράθυρα και η πόρτα. Κι ήταν σαν να ζούσε ξεχασμένος σε κείνη τη γωνιά της γης, απ’ τον Θεό, κι απ’ τους ανθρώπους…
Ξαφνικά μέσα σ’ εκείνη την ερημιά, που δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, παρά μόνο ο αέρας που σφύριζε και λυσσομανούσε κι έκανε το χιόνι να στροβιλίζεται και να χορεύει τρελά, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα.
Τινάχτηκε και πήγε ν’ ανοίξει, κάποιος περαστικός θα ήταν… Μα όχι, ήταν ο Δημήτρης, ο νεαρός γιατρός που είχε έρθει για το Σαββατοκύριακο να δει τους δικούς του. Ο Νίκος ξαφνιάστηκε, μα ο Δημήτρης δεν τον άφησε να φανταστεί οτιδήποτε. «Κύριε Νίκο, ντύσου και πάμε, του είπε απότομα. Δεν έχουμε καιρό, η μικρή του κυρ-Ανέστη χάνει αίμα, σφαδάζει απ’ τους πόνους… Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με την πόλη, ούτε να το κατεβάσουμε το παιδί, ο δρόμος έκλεισε… Ήταν ένα ατύχημα, δεν ξέρω πώς έγινε, έχει ένα βαθύ κόψιμο στο πόδι… Το έδεσα πρόχειρα και ήρθα να σε πάρω, εσύ έχεις ό,τι χρειάζεται στο βαλιτσάκι σου, εκείνο απ’ τον… στρατό, όπως λες». «Μα Δημήτρη», κάτι πήγε να πει ο Νίκος, έτσι από αμηχανία, ο Δημήτρης τον κοίταξε ολόισια μέσα στα μάτια και… «Κάνε γρήγορα… γιατρέ και μην ξεχνάς τον όρκο σου…». Κοκάλωσε ο Νίκος, χοντρές σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν απ’ το μέτωπό του.
Άρπαξε το βαλιτσάκι και βγήκαν απ’ το σπιτάκι.
Ο δρόμος είχε κλείσει και πήγαιναν ψάχνοντας πότε σκουντουφλώντας πάνω σε θάμνους και πότε γλιστρώντας πάνω σε πέτρες. Έφθασαν κάποτε στο σπίτι του κυρ-Ανέστη. Ταλαιπωρημένοι κι αμίλητοι απομάκρυναν όσους ήταν κοντά στο κορίτσι. Έκλεισαν την πόρτα…
Ώρες θανάσιμης αγωνίας έξω απ’ την κλειστή πόρτα. Δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψεις. Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε. Μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια όλων ο Νίκος έβγαλε τη μάσκα και τα ματωμένα γάντια του… «Είναι καλά» ψιθύρισε και σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του…
Καθισμένοι στο μικρό φτωχικό σαλόνι του κυρ-Ανέστη οι δύο γιατροί, προσπαθούσαν να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν. Κάπνιζαν αμίλητοι κι ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο Νίκος δεν ήξερε αν ήταν ευχαριστημένος έτσι που είχαν έρθει τα πράγματα. «Πόσο μικρός είναι ο κόσμος», ψιθύρισε σε μια στιγμή. «Ναι κύριε Νίκο, μικρός… Αυτό σκέφτηκα και γω όταν σε πρωτοείδα στο χωριό μας, ν’ ασχολείσαι με τη γη και το γράψιμο… Ωραίες ασχολίες αυτές, μα όχι για σένα». «Δημήτρη, νομίζω πως μου χρωστάς μια εξήγηση. Πες μου, πώς ξέρεις για μένα και γιατί δεν μου είπες τίποτα όλα αυτά τα χρόνια;».
Κάποτε γιατρέ μου έσωσες τη ζωή. Φοιτητής εγώ τότε, με μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου πρόσφερες τότε τις υπηρεσίες σου, σε άσχημη κατάσταση από ένα τροχαίο. Το πρόσωπό σου δεν το ξέχασα ποτέ. Συνδυαζόμενο μ’ εκείνο το περιστατικό πέρυσι το καλοκαίρι που άνοιξες το χέρι του παιδιού που κινδύνευε απ’ το δηλητήριο του φιδιού, δεν μου έμεινε καμία αμφιβολία. Κι ούτε πίστεψα στο παραμύθι για γνώσεις απ’ τον στρατό και τέτοια…
Γύρνα γιατρέ, έχεις πολλά ακόμα να δώσεις. Δεν αξίζει για μια γυναίκα, όποια κι αν είναι αυτή… Συγχώρα με που ξέρω, που φρόντισα να μάθω…». «Ήταν η γυναίκα που αγάπησα όσο τίποτα στον κόσμο Δημήτρη και ήταν ο καλύτερός μου φίλος. Παιδικός μου φίλος, συμφοιτητής μου και συνάδελφος αργότερα. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ, πληγώθηκα, απογοητεύτηκα, προδόθηκα, από δύο ανθρώπους που πίστευα και αγαπούσα. Γκρεμίστηκαν όλα μέσα μου, έχασα την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, ακόμη και στον εαυτό μου.
Τώρα είμαι καλά, δεν θέλω να γυρίσω… Σ’ αυτή εδώ την όμορφη γωνιά της γης, μπορώ να κάνω θαύματα… Βέβαια, μου χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα βαλιτσάκι… Και ίσως και ένας βοηθός…». Έσφιξαν τα χέρια…
Το χιόνι έπεφτε, ο αέρας φυσούσε. Κάπου από μακριά ακούστηκαν κλαψιάρικα γαυγίσματα, μπορεί να ήταν ο Φλοξ κι ο Πήγασος, ποιος ξέρει; Οι πιο πιστοί του φίλοι, οι μοναδικοί, δύο φίλοι που δεν θα τον πρόδιδαν ποτέ…

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass