Το Τάμα

Δημοσίευση: 18 Απρ 2022 17:13

Από τον Νίκο Κύρκο

«Ευκαιρία να εξομολογηθείς», μου λέει ο φίλος.
«Εξομολογήθηκες ποτέ;».
«Όχι. Δεν έχω αμαρτίες».
«Υπάρχει άνθρωπος χωρίς αμαρτίες;»


Κινήσαμε 3 φίλοι, στις 3 το πρωί, για το Άγιον Όρος. Ευτυχώς η παρέα διέθετε αυτοκίνητο. Έχει σημασία αυτό. Διαφορετικά έπρεπε να βγούμε μεσάνυχτα στην Εθνική, να πάρουμε το λεωφορείο Αθήνα – Θεσσαλονίκη, να αλλάξουμε λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη, να πάμε στην Ουρανούπολη κι από κει το πλοίο για τη Δάφνη, αν τα λέω καλά. Ταλαιπωρία. Με το αυτοκίνητο όμως, πας όπου θέλεις, όποτε θέλεις. Φτάσαμε στην ώρα μας και νωρίτερα μάλιστα, έτσι που προλάβαμε να εφοδιαστούμε και με τα διαμονητήριά μας και πρωινό να πάρουμε στην Ουρανούπολη και στο πλοίο να επιβιβαστούμε χωρίς προβλήματα. Το αμάξι το αφήσαμε στην πόλη, σε κάποιον δρόμο.
Τέτοια εποχή ήταν. Πρώτη φορά πήγαινα στο Όρος. Στο πλοίο δεν καθίσαμε. Μείναμε, οι φίλοι κι εγώ και άλλοι προσκυνητές, όρθιοι στην πρύμνη. Από το σημείο αυτό ταΐζαμε τους γλάρους που ακολουθούσαν το πλοίο κι άρπαζαν λαίμαργα στον αέρα ό,τι τους ρίχναμε. Ένας τους ήρθε κατά πάνω μου και με έσπρωξε με ασυνήθιστη ορμή. Πρόλαβα και πιάστηκα από μια σκάλα για να μην πέσω στη θάλασσα. Τόσο αμαρτωλός ήμουν; Με τους γλάρους δεν είχα προηγούμενα. Εκτός αν υπήρχε κάτι άλλο που δεν γνώριζα. Προβληματίστηκα. Σε ξένο τόπο ήμουν.
Θυμήθηκα τα περιστέρια στην πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνος. Τα πρωινά συχνάζουν εκεί και κάθονται στα παγκάκια, ένα σωρό χασομέρηδες. Άλλοι κρατούν στα χέρια τους σακούλες με ξηρούς καρπούς, άλλοι κουλούρια ή και ξεροκόμματα. Όχι, τραχανά ξινό απλωμένο και φασόλια μέτρια σε τάπερ δεν είδα, δεν είδα εγώ. Εκατοντάδες περιστέρια κουρνιάζουν απέναντι στο παλιό ξενοδοχείο. Μόλις δουν κάποιον να κάνει κίνηση, να ανοίγει πακέτο π.χ., τον εντοπίζουν παραχρήμα, με τη δυνατή όρασή τους και αφού διαγράψουν άψογους κύκλους στον ουρανό, κατοπτεύοντας την περιοχή, εφορμούν σαν τα RAFALE και προσγειώνονται με πάταγο δίπλα στο συντριβάνι. Κατεβαίνουν και περπατούν φουριόζικα πέρα δώθε, θορυβώντας και γουργουρίζοντας, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τη φουσκωτή γκούσια τους. Τρώνε ακατάπαυστα. Ποτέ δεν χορταίνουν. Μιλιούνια τα περιστέρια. Μαυρίζει ο ουρανός και ισκιώνει η πλατεία όταν κινούν από το στέκι τους και, κάνοντας αεροπλανικά κόλπα, παρελαύνουν μπροστά μας. Πολλοί, εν οις, ενίοτε και εγώ, κρατούμε στις παλάμες σπόρους και τα ταΐζουμε. Δεν μας φοβούνται. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Το καθένα έχει τον χορηγό του. Πλησιάζουν με σηκωμένη την ουρά και τρώνε από τη χούφτα μας. Τα περιστέρια αυτά είναι εξοικειωμένα. Αλλά τούτα εδώ τα ψαροπούλια; Από πού κι ως πού;
Τώρα με την ευκαιρία, να πω και το άλλο. Στην Κεντρική πλατεία ήμουν, που σύχναζαν λίγες δεκοχτούρες. Τι δουλειά είχε, λέω, πού βρέθηκε εκεί, ένα περιστέρι, όμορφο, φαιόχρουν, να πέσει στην αγκαλιά μου, χτυπώντας με, με αφάνταστη δύναμη στο μέρος της καρδιάς; Ούτε σακούλα κρατούσα, ούτε γνωστοί ήμασταν. Το τετριμμένο μαύρο μπουφάν φορούσα και βάδιζα ανέγνοιαστος, με τα χέρια στις τσέπες. Κοιτούσα αφηρημένα στην απέναντι Λέσχη, όταν τελευταία στιγμή το είδα να έρχεται και να φωλιάζει στον κόρφο μου. Έμεινε, ώσπου να ξεμπερδευτεί, ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν πρόλαβα να το φυλακίσω. Όπως απομακρυνόταν κάτι μου ψιθύρισε. Δεν άκουσα καλά. Αλλά το περιστατικό είχε και συνέχεια, την οποία βέβαια δεν πρόκειται να αποκαλύψω όσα βασανιστήρια και αν υποστώ.
Επί του προκειμένου. Φτάσαμε μεσημέρι, στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο προορισμός μας. Μας τακτοποίησαν σε ξενώνα με τέσσερα κρεβάτια. Άλλωστε τι να κοιμηθείς. Δεν κοιμάσαι. Δεν πας στα μοναστήρια για να κοιμηθείς. Τις νύχτες -μα και τις μέρες- παρακολουθείς ακολουθίες. Το επόμενο πρωί βγαίνοντας από το δωμάτιο, βλέπω κάτω από το κιόσκι έναν νέο στην ηλικία καλόγερο να ζωγραφίζει. Είχε μπροστά του σύνεργα ζωγραφικής, μπογιές, πινέλα. Πλησίασα.
Από πού είσαι; λέει. Από τη Λάρισα, λέω. Έχετε περίφημη Πινακοθήκη στη Λάρισα. Πήγες ποτέ; Δυστυχώς όχι, λέω. Με τη ζωγραφική δεν τα πάω και πολύ καλά. Όταν επιστρέψεις στη Λάρισα να πας. Θα δώσεις τώρα εδώ, όρκο στην Παναγιά ότι θα πας. Θα πάω, λέω. Δεν έχω πάει, αλλά θα πάω.
Οι τρεις μέρες πέρασαν γρήγορα. Ίσως ξαναπάω. Το βλέπω όμως κομμάτι δύσκολο. Η ζωή κάθε μέρα που περνάει με φθείρει. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Εκεί που λες ότι πάτωσες, όλα, δυνατόν, να ξαναρχίσουν. Κατεβαίνοντας με το λεωφορείο από τη Μονή για το λιμάνι, έβλεπα από το παράθυρο, χαμηλά σε μια ήσυχη θάλασσα, έναν μοναχό μέσα σε βάρκα, να ψαρεύει με δίχτυα. Στις στροφές τον έχανα, στην ευθεία τον ξανάβλεπα. Ώσπου τον έχασα. Στο λιμάνι περιμέναμε να αποβιβαστούν οι νέοι προσκυνητές για να επιβιβαστούμε. Φυσικά δεν παραλείψαμε στην επιστροφή να περάσουμε από την Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή και να ανάψουμε ένα κερί στον Άγιο Παΐσιο.
Επιστρέψαμε νύχτα στη Λάρισα. Την άλλη μέρα το πρωί εκπλήρωσα το τάμα.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
DEREE 2-4-24
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΕΝΝΙΣ JUNIOR 2024
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass