Από τον Νίκο Χριστοφή
Η Τουρκία πασχίζει να προβάλει, εσωτερικά και εξωτερικά, ένα δημοκρατικό μοντέλο τα τελευταία χρόνια, με πιο πρόσφατο δείγμα την εκστρατεία του κυβερνώντος κόμματος στο πλαίσιο της «Αραβικής Άνοιξης». Ωστόσο, η πρόσφατη δυσχερή κατάσταση της ακαδημαϊκής, αστικής και πολιτικής ελευθερίας αποκαλύπτει ότι οποιεσδήποτε προβολές τέτοιου είδους είναι τουλάχιστον, παραπλανητικές.
Οι προσδοκίες των Τούρκων πολιτών από το «Δημοκρατικό Άνοιγμα» του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ευημερίας (ΑΚΡ) φαίνεται να μετριάστηκαν λόγω της απαγόρευσης της λειτουργίας φιλοκουρδικού κόμματος και πολιτών. Το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου επειδή, όπως αποφάνθηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο, παραβίασε τα άρθρα 68 και 69 του Συντάγματος και του Νόμου των Πολιτικών Κομμάτων, βάσει των οποίων, όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Χασίμ Κιλίτς, «το κόμμα έγινε εστία τρομοκρατίας εναντίον της ακεραιότητας του κράτους». Το κυβερνών κόμμα, από την άλλη, με δήλωση του Ερντογάν, απεφάνθη πως τάσσεται «κατά της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων, αλλά ακόμα και στις πιο πολιτισμένες χώρες η τρομοκρατία απορρίπτεται».
Η νέα «αντι-ελίτ» που παρείχε την εκλογική βάση του Μεντερές τη δεκαετία του 1950 και μετατοπίστηκε από την περιφέρεια στο κέντρο (κυρίως μετά το 1983), παρέχει κατά κύριο λόγο, την εκλογική βάση και στο ΑΚΡ. Το παράδοξο είναι ότι αντιπροσωπεύει τη «μετακίνηση του Ισλάμ από την περιφέρεια του συστήματος στο κέντρο, αλλά την ίδια στιγμή είναι και η ίδια προϊόν αυτού του [κεμαλικού] κέντρου, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του και της αστικής ζωής του» (1), και ανταγωνίζεται με τη σειρά της την ίδια την κεμαλική ηγεμονία. Καθώς επίσης, ο εκδημοκρατικός και τον «εξευρωπαϊστικός» χαρακτήρας και προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης χαίρουν υποστήριξης κι άλλων τμημάτων της τουρκικής κοινωνίας. Απόδειξη επ’ αυτού αποτελεί η προσπάθεια μεταρρύθμισης και εισαγωγής ενός πιο δημοκρατικού Συντάγματος τον Ιούνιο του 2007.
Η προσπάθεια αυτή εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος ωστόσο, αντιμετώπισε ισχυρή επίθεση από τους κοσμικούς κύκλους της χώρας, εξαιτίας των υποτιθέμενων «κρυφών προθέσεων» της κυβέρνησης, και κυρίως από τον στρατό. Η πολιτική αυτονομία του στρατού έφτασε στο απόγειό της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και κατάφερε να επηρεάζει, άμεσα κι έμμεσα, δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις (2). Όντως, η παραδοσιακή κοσμική ελίτ και ο στρατός, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι προστάτες της τουρκικής δημοκρατίας, ξεκίνησαν να πραγματοποιούν «πολιτικές μανούβρες αμφίβολης νομιμότητας, ούτως ώστε να διασώσουν το τελευταίο φρούριο της κοσμικής δημοκρατίας, το οποίο κινδύνευε να αλωθεί από μια υποτιθέμενη «ισλαμική δημοκρατία» (3). Η κοσμικότητα, όπως αναπτύχθηκε στο τουρκικό πλαίσιο, παρέχει την ουσία της «κρατικής ιδεολογίας», και η διακυβέρνηση του ΑΚΡ αντιμετωπίζεται ως διάβρωση αυτής.
H κατηγορία ωστόσο είναι αβάσιμη. Το AKP δεν είναι ούτε ισλαμικό ούτε κοσμικό κόμμα. Είναι ορθότερο να αντιμετωπίζεται ως ένα «μουσουλμανικό» κόμμα. Σε αντίθεση με ένα «ισλαμικό» κόμμα, δεν αποβλέπει στην επαναφορά της Σαρία, του ισλαμικού θρησκευτικού νόμου, ούτε εναντιώνεται στην επιρροή της «διεφθαρμένης Δύσης». Ουδέποτε το ΑΚΡ δήλωσε ή άφησε να εννοηθεί ότι αποβλέπει στην επαναφορά του Ισλαμικού νόμου ή στην επαναμουσουλμανοποίηση της κοινωνίας και του κράτους, για να μην αναφερθουμε φυσικά στη φιλοδυτική του αντζέντα, όπου, εξαιτίας του νεοφιλελεύθερου και φιλοδυτικού χαρακτήρα της οικονομικής του πολιτικής, έχαιρε της υποστήριξης παλιών επιχειρηματικών ελίτ.
Αυτό που παρατηρείται είναι μια συνεπής πολιτική στάση της κυβέρνησης προς τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας, με το Κουρδικό να κατέχει κεντρικό σημείο. Από τις πρώτες μέρες που το ΑΚΡ ανέβηκε στην εξουσία ανέλαβε την ευθύνη της γεφύρωσης του κενού ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, με το «Δημοκρατικό Άνοιγμα», δηλώνοντας περίτρανα την αφοσίωσή του προς μια δημοκρατική Τουρκία. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τη συνέπεια και την υπομονή με την οποία το ΑΚΡ στόχευε προς την επίλυση αυτού του προβλήματος. Από το 2005 η ρητορική που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν στοχεύει στον εκ νέου ορισμό της τουρκικής ταυτότητας, σε συνάρτηση με το Κουρδικό ζήτημα και την επίλυσή του: με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει ενδεχομένως να συμπεριλάβει στην τουρκική ταυτότητα και εθνικές μειονότητες όπως οι Κούρδοι, και να τις ενώσει σε «ένα κράτος, σε ένα έθνος και με μία σημαία».
Σύμβολα όπως η απαγόρευση του αλκοόλ και η μαντίλα, εργαλειοποιούνται από το ΑΚΡ ούτως ώστε να δημιουργήσει τη δική του ελίτ, και αυτή η προσέγγιση διαμορφώνει και εγκαθιδρύει ένα δικό του πελατειακό σύστημα. Τα ρεύματα τα οποία υποστηρίζουν την ανάπτυξη της δημοκρατίας, αλλά και του ΑΚΡ, είναι η «αντι-πολιτική» και «αντι-πολιτισμική» ελίτ, η κουρδική ελίτ, και η νέα αστική τάξη της Ανατολίας. Σε όλα αυτά τα ρεύματα υπάρχει ένα κοινό συμφέρον: σίγουρα δεν είναι θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά είναι η αντίθεσή τους στο παγιωμένο πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο.
Το ΑΚΡ υιοθετεί και ριζοσπαστικά αλλά και ακραία μέτρα στην πολιτική του ατζέντα. Στην πραγματικότητα όμως, σφετερίζεται τις δυνάμεις του 1982, οι οποίες προσδίδουν ευρεία εξουσία σε κρατικούς θεσμούς, και δεν αντιτίθεται σε αυτές. Ενώ το ΑΚΡ ανέβηκε στην εξουσία εναντιωνόμενο στο δικτατορικό σύνταγμα του 1982 φαίνεται να χρησιμοποιεί τους ίδιους μηχανισμούς για να διατηρήσει την εξουσία του. Οι πρόσφατοι ισχυρισμοί πως μέλη του ΑΚΡ συμμετείχαν στην ακροδεξιά ομάδα Εργκενεκόν ενδυναμώνουν ίσως την εκτίμηση πως πρόκειται για ένα «εθνικιστικό» κόμμα, που προσπαθεί να προστατεύσει το ήδη υπάρχον κρατο-κεντρικό σύστημα. Σε αντίθεση με τον Ερμπακάν το 1997, όπου οι επαφές του με τις αραβικές χώρες χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του στο «βεούδινο» πραξικόπημα την ίδια χρονιά, ο Ερντογάν συνοδεύεται κατά την διάρκεια της περιοδείας της «Αραβικής Άνοιξης» από στρατηγούς των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, καταδεικνύοντας, αφενός, την ταύτιση με το στρατιωτικό κατεστημένο και φυσικά, την αποδυνάμωση αυτής, και αφ’ ετέρου, την αισθητή μείωση της αρνητικής «οριενταλιστικής» αντίληψης του αραβικού κόσμου.
Εκείνο που διαφαίνεται με σιγουριά, πάντως, είναι ότι το ΑΚΡ δεν στοχεύει στην ανατροπή του κεμαλισμού, τουλάχιστον όπως αυτός νοείται από τους ίδιους τους κεμαλικούς κύκλους αλλά στην αναδιατύπωσή του με απώτερο σκοπό να του δοθεί ένα ευρύτερο περιεχόμενο εγκολπώνοντας στοιχεία όπως οι μειονότητες και το Ισλάμ. Δεν μιλάμε επομένως, για επαναμουσουλμανοποίηση, αλλά για έναν μουσουλμανοποιημένο δημοκρατικό κεμαλισμό με σοβαρά και σημαντικά ανοίγματα και δείγματα ανανοηματοδότησης και του αραβικού χώρου. Αυτό που πιθανά θα συμβεί στη συνέχεια, είναι μία ανακατασκευή της αραβικής εικόνας στο φαντασιακό υποσηνείδητο της τουρκικής κοινωνίας, χωρίς ωστόσο, αυτό να αποτελεί «επιστροφή στις αραβικές/ισλαμικές ρίζες», όπως πολλοί πιστεύουν.
Ο Νίκος Χριστοφής είναι καθηγητής τουρκικών υπ. διδάκτορας τουρκικής Ιστορίας, Institute for Area Studies Leiden, Ολλανδία
(1) Nilufer Gole, «Secularism and Islamism in Turkey: The Making of Elites and Counter-Elites», Middle Eastern Journal, τόμος 51, τχ. 1, 1997, σ. 54
(2) Umit Cizre Sakallıoglu, «The Anatomy of the Turkish Military’s Political Autonomy», Comparative Politics, τόμος 29, τχ. 2, Ιανουάριος 1997, σ. 153
(3) Ergun Ozbudun και Omer Faruk Genckaya, Democratization and the Politics of Constitution-Making in Turkey, Central European University Press, Budapest-New York, 2009, σ. 97