Μεταξύ αυτών βρίσκονται οι ακαδημαϊκοί και πρώην πρόεδροι της Ακαδημίας Αθηνών Κοντόπουλος Γεώργιος, Κουνάδης Αντώνιος, Ήμελλος Στέφανος, ο επίσης ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός Παιδείας της Κύπρου Νικόλαος Κονομής, ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας, στρατηγός ε.α. Φράγκος Φραγκούλης, οι επίτιμοι αρχηγοί ΓΕΕΘΑ Σκαρβέλης Δημήτριος και Γράψας Δημήτριος, ο επιχειρηματίας Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, ο πρώην γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής, ο πρώην πρύτανης Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Καραμάνος, ο επίτιμος πρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου Γεώργιος Κούρτης, ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γρηγόρης Κρόμπας, ο επίτιμος αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής, ο Σάββας Καλεντερίδης, ο πρόεδρος του τμήματος Τουρκικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Ιωάννης Μάζης, ο εικαστικός, συγγραφέας και καθηγητής στη Σορβόνη Δημοσθένης Δαββέτας, αρκετοί άλλοι καθηγητές, κυρίως του ΕΜΠ, συγγραφείς και λοιποί.
«Η κοινωνική αποδοχή ομοφύλων προτιμήσεων είναι δεδομένη «εν ελευθερία βουλήσεως» του ατόμου και όχι θέμα πολιτικής ή διαπαιδαγώγησης» ξεκαθαρίζουν επί της αρχής οι συνυπογράφοντες το κείμενο, οι οποίοι, ωστόσο, διερωτώνται αναφορικά με το ποιες θα είναι οι «επιπτώσεις στην οικογένεια και στην κοινωνία από την εφαρμογή πολιτικών του είδους αυτού;».
Αφετηρία του κοινού προβληματισμού τους αναφορικά με την «Εθνική Στρατηγική Ισότητας» συνιστά η επίκληση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, αλλά και η ανάγκη εναρμόνισης της Ελλάδας με το κοινοτικό θεσμικό και νομικό πλαίσιο, με τους υπογράφοντες να υπενθυμίζουν το καταστατικό Άρθρο 2 της Συνθήκης της Ρώμης, σύμφωνα με το οποίο η Ενωμένη Ευρώπη «θα σεβαστεί την πλούσια πολιτιστική και γλωσσική της ποικιλομορφία και θα διασφαλίσει και θα προωθήσει την Ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά».
Στον αντίποδα, «δεν είναι έργο των Βρυξελλών και της ΕΕ η επιβολή στην Ελληνική κοινωνία από μικρές μειοψηφίες τέτοιων απαράδεκτων ρυθμίσεων με τις οποίες μάλιστα προβάλλονται ακόμη και πρότυπα διαφορετικότητας (τραυματίζοντας τις ευαίσθητες παιδικές ηλικίες), καθ’ υπέρβαση της κοινής Ευρωπαϊκής αξίας της ανοχής» αναφέρεται στο κείμενο. Την ίδια ώρα, οι συνυπογράφοντες διαπιστώνουν πως «η παρουσίαση ως δήθεν “κοινής Ευρωπαϊκής αξίας” θεμάτων που δεν αφορούν ούτε τις σαφώς καθορισμένες κοινές Ευρωπαϊκές αξίες (όπως ελευθερία, δημοκρατία, κράτος δικαίου, ανεκτικότητα κ.λπ.) ούτε τα σαφώς καθορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί κατάχρηση, υπέρβαση της αρχής της ανοχής και απόπειρα επιβολής στην κοινωνία προτύπων, ρυθμίσεων και πρακτικών που είναι άκρως μειοψηφικές, ξένες και απαράδεκτες σε μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες χωρών-μελών της ΕΕ».
Ειδική μνεία, ακόμη, γίνεται στο κείμενο προβληματισμού σχετικά με την εισαγωγή του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής στην ελληνική προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, εξέλιξη η οποία «προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία».
«Κάνουμε έκκληση για την απόσυρση των προκλητικών αυτών ρυθμίσεων, οι οποίες διχάζουν επικίνδυνα την κοινωνία μας, σε μιά μάλιστα περίοδο πολυδιάστατης υπαρξιακής κρίσεως, η αντιμετώπιση της οποίας επιβάλλει: ενότητα, ομοψυχία και συστράτευση όλων των δυνάμεων του Ελληνισμού» καταλήγει το κείμενο προβληματισμού.