Tου Χρήστου Σαμαρά
Η ζωγραφική του Χρήστου Σαμαρά, είναι μια απόπειρα προφητείας για του πνεύματος τις αναρίθμητες εκφάνσεις, πέρα απ’ τη βεβαιότητα της κάθε στιγμής του παρόντος, στη μέθη της αβεβαιότητας για μια καινούρια Αποκάλυψη… στο μέλλον. Μια οδυνηρή αναζήτηση, δηλαδή, της αθωότητας, που καθαγιάζει την δημιουργία σαν αιώνιο πεπρωμένο.
Η Ζωγραφική, εξάλλου, είναι μία… εικαστική γλώσσα, η πρώτη απ’ όλες τις γλώσσες, αφού πριν από την επιστήμη και πριν απ’ την ιστορία, ο άνθρωπος άφησε πίσω του τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενά τους, ως μαρτυρία του Σύμπαντος, ζωγραφίζοντας στις πέτρες, στους βράχους και στα σπήλαια.
Τη γλώσσα αυτή, την ξέρει πολύ καλά ο Χρ. Σαμαράς. Ξέρει ακόμα, πώς είναι μια ιδεογραφική σύλληψη, ίδια για όλες τις φυλές του νου και της καρδιάς, γι’ αυτό οραματίζεται, αφηγούμενος εικόνες, την πεμπτουσία της ζωής, που μένει, για το παιχνίδι της θνητής μας Μοίρας στην αρένα των ονείρων. Πράγματι, η αφήγηση με εικόνες στη ζωγραφική του Χρ. Σαμαρά, είναι μια διαλεκτική πορεία απ’ το καθημερινό και το Ασήμαντο, στο μεγαλειώδες, το τραγικό και το ανέσπερο. Στο «μελαγχολικό φθινόπωρο», ας πούμε, άνθρωποι γυμνοί και έρημοι, σαν στοιχεία της φύσης, σκύβουν στα τιμαλφή της γης, απ’ τον πρωταρχικό πηλό και τα πεσμένα φύλλα, ως του Θεού τη νόηση.
Στον «ερημικό διάδρομο», μια γυναικεία μορφή, ατενίζει το πεπερασμένο της Κάρμα στο Άπειρο και ελπίζει πως η Ζωή είναι αλλού, αλλά πού; Στα «εργοστάσια Ι, ΙΙ, ΙΙΙ», οι μηχανές μιμούνται το μυαλό του ανθρώπου, αιχμαλωτίζοντας, ωστόσο, τα χέρια του, στα γρανάζια τους, καθώς εξαργυρώνουν την ελευθερία της βούλησής του, με τα αυστηρά τους ωράρια.
Στη «Σκάλα για το πουθενά», ταυτίζει, ίσως, το DNA της ύπαρξης με την αιωνιότητα της ανυπαρξίας μας. Στη «Σκάλα για το γαλάζιο», επίσης, ενοράται μια μεταφυσική ανάβαση στο Άγνωστο επέκεινα να πιάσουμε κουβέντα με τους αγγέλους ή και τους δαίμονες… για τα θέλγητρα της ματαιότητάς μας και για ό,τι αγαπήσαμε στην εμβέλεια του Τίποτα, δίχως να γυρίσει πίσω.
Ένα άλλο στοιχείο της ζωγραφικής του Χρήστου Σαμαρά, είναι η αφαίρεση ως μαγική πολυσημία για «ό,τι θαυμαστό μας περιβάλλει και μας ποτίζει… αλλά δεν το βλέπουμε», όπως λέει ο Μπωντλαίρ, ή ως αισθητική ενόραση που αφυπνίζει την ευαισθησία μας πέρα απ’ την ευαισθησία του δημιουργού εκεί που το Ορατό συνομιλεί με το Αόρατο, για μια αθέατη θέαση του Κόσμου. Θα μπορέσει άραγε ο καλλιτέχνης, να αποκαλύψει τις μυστικές τελετές του χρόνου που παίζει με το πεπρωμένο μας, μέσα απ’ τα τοπία Σιωπής, σαν ένα ταξίδι στην Αστραπή και ας είναι να μας κάψει, σαν μια φτερωτή χίμαιρα, απόσταγμα θεϊκής έμπνευσης, σαν ένα σκίρτημα καρδιάς, που γίνεται χρώμα, σχήμα, φως, σκιά ή… και γραμμή κάτω από τις περιπλανήσεις της ιλιγγιώδους φαντασίας, για να αγκαλιάσει ολόκληρο το Σύμπαν στη μικρή μας ζωή!
Η Ζωγραφική άλλωστε, είναι η πιο αρχέγονη, η πιο αισθησιακή, η πιο υπερούσια τέχνη, που, μέσα απ’ το έργο του Χρ. Σαμαρά, συνδυάζει την πλαστικότητα των μορφών, την γεωμετρία των όγκων και το λυρισμό των χρωμάτων. Το γαλάζιο του ουρανού, π.χ. σκύβει στη γη να της ψιθυρίσει το μυστικό της υπέρβασης που μετουσιώνει το φόβο του θανάτου σε οίστρο ζωής. Το Κόκκινο, σε σχήμα κραυγής για τα δάκρυα της γνώσης και της θλίψης μας την αγιοσύνη. Το Μαύρο και το άσπρο μ’ όλες τις αποχρώσεις του φεγγαρόφωτου, μπροστά σε μια πράσινη θάλασσα, που καλεί τους μυημένους σε έκσταση.
Τα έργα του Χρ. Σαμαρά, συναρπαστικά και έτοιμα πάντα να συμπράξουν με το δέος της Σαγήνης, σηματοδοτούν των παθών και των πόθων μας το αέναο γίγνεσθαι σ’ ένα τελετουργικό σιωπής, όπου όλα συλλειτουργούν, τοπία, πρόσωπα, σύμβολα απουσίας, «φυτά εσωτερικού χώρου, ανοιχτά παράθυρα στην παλίρροια της μέρας, εξαίροντας, ωστόσο, τη μοναξιά με το «Λυκόφως σε κάδρο», τις άδειες πολυθρόνες που ονειρεύονται, τις μοναχικές, απόμακρες φιγούρες στην ιεροπρέπεια του Ασάλευτου Χώρου, σαν θρησκεία χειραφετημένη από τη λατρεία μιας ηλιαχτίδας, που ανιχνεύει, από κάποια ρωγμή του Κενού, την άβυσσο της ψυχής, στην ερημιά του χρόνου, όπου η βαρύτητα των άστρων μάς έλκει στην αισθητική πανδαισία, νικητές και ηττημένους, αναχωρητές και ζηλωτές της χλιδής των ονείρων, και μας λυτρώνει.
Άννα Μανωλοπούλου