Είπαμε να κάνει ζέστη και καύσωνα, αλλά να κρατάει πέντε ή και δέκα ημέρες. Κατανοητό και αναμενόμενο. Τούτο όμως το καλοκαίρι ήταν όλο καύσωνας! Μας έψησε και έκανε τη γη μπετόν αρμέ. Σκεφτήκαμε πως ήδη μπαίνουμε στη διακεκαυμένη ζώνη και κάναμε υπομονή, με την ευχή όμως να βρέξει επιτέλους λίγο, να δροσιστούμε και να υγρανθεί και η κατάξερη ατμόσφαιρα. Οι προσευχές όμως φαίνεται ήταν πάρα πολλές και η δροσιά που ζητούσαμε ήταν κατακλυσμός! Τα δάκρυα των βουνών και του ουρανού έπεσαν ορμητικά και πολύ θυμωμένα πάνω στη γη, που είχε γίνει σκληρή σαν μάρμαρο και δεν μπόρεσε να ρουφήξει την ευλογία που της έστειλε ο ουρανός. Αντί να πιει, εκτίναξε το νερό και το έκανε ποτάμια και λίμνες που σύντομα φούσκωσαν και από τα νερά που κατέβαιναν ορμητικά από τα γύρω βουνά παρασύροντας χώματα, πέτρες, ξερούς κορμούς δέντρων, αυτοκίνητα και ότι άλλο εύρισκαν και ξαναέκαναν λίμνη τον κάμπο της Θεσσαλίας. Το νερό έχει μνήμη!... Δεν ξεχνάει τους δρόμους του και έχει την παράξενη τάση να απλώνεται στον χώρο υπερβαίνοντας ανύπαρκτες όχθες και σαθρά φράγματα.
Κατά την αρχαιότητα η Πίνδος ήταν μια ωραία κοπέλα που την ερωτεύθηκε ο Λύγκας και ζούσαν ευτυχισμένοι κάτω από την προστασία του Απόλλωνα. Οι θεοί όμως τους φθόνησαν και ζήτησαν να χωρίσουν. Οι νέοι έκλαψαν πολύ τον χαμένο τους έρωτα. Από τα δάκρυά τους σχηματίστηκε ο Πηνειός ποταμός που αρδεύει και γονιμοποιεί τον θεσσαλικό κάμπο με όλους τους παραποτάμους του. Έγινε ζωογόνος και θανατηφόρος. Χιλιάδες χρόνια πριν, βέβαια, όλος ο όμορφος κάμπος ήταν λίμνη, μια τεράστια λεκάνη χωρίς διέξοδο προς τη θάλασσα. Μόνο όταν χώρισε ο Όλυμπος από την Όσσα, δημιουργήθηκε μία δίοδος, τα Τέμπη, μαγευτικά ωραία μεν, αλλά πολύ στενή να εκτονώσει τον ωκεανό των νερών που εισορμά ζητώντας δρόμο να φύγει. Πέρασαν χιλιάδες χιλιάδων χρόνια, χρόνια εξέλιξης, τεχνολογίας, μα ο κάμπος έμεινε εκτεθειμένος, έρμαιο μόνο στους νόμους της φύσης και τις τρομακτικές διαθέσεις της. Ούτε ένα έργο, ούτε μία φροντίδα αφότου έγινε πραγματικά τόπος Εδεμ. Για να έρθουμε στην πιο κοντινή ιστορία μας. Από το 1881 που ελευθερώθηκε, έχασε τον αγά και τον μπέη και περιήλθε στα χέρια των τσιφλικάδων που έπιναν το αίμα των κολλήγων για ένα κομμάτι ψωμί, φτώχεια και δυστυχία χειρότερη από πριν. Και τότε έγινε μία παρόμοια πλημμύρα, στα 1883 νομίζω, που οι φτωχοί τη θεώρησαν θεία δίκη, γιατί διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους. Ο Τρικούπης δεν έκανε αναδασμό που θα βελτίωνε και το βιοτικό τους και το οικονομικό επίπεδο ευρύτερα. Προτίμησε τους τσιφλικάδες. Και τα χρόνια περνούσαν και η αδικία συνεχιζόταν. Ούτε το Κιλελέρ βελτίωσε την κατάσταση. Και σήμερα υπάρχουν αυτοί με τα εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα και άλλοι με είκοσι και πενήντα. Όσα χρήματα δόθηκαν υφαρπάσθηκαν και οι δράστες εμφανίζονται σαν παράγοντες του τόπου, αλαζόνες και προκλητικοί, γιατί το σύστημα ξέρει πολύ καλά να μεταθέτει τις ευθύνες στους τελευταίους της ιεραρχίας και να καλύπτει τους εγκληματίες και κλέφτες του κράτους. Τα Τέμπη έδειξαν περίτρανα τη σήψη του. Μας παραπλανούν με συναντήσεις σ’ όλα τα σημεία του πλανήτη τάχα για τη ρημάδα τη λύση και τα πράγματα δηλώνουν σιωπηλά πως η γαλάζια πατρίδα του Ερντογάν θα φτάσει στις αυλές μας. Κι’ αυτό το ξέρουμε όλοι, μα σιωπούμε εγκληματικά όλοι. Τι θα πούμε σ’ αυτούς που επέζησαν; Τι θα πούμε για τις ψυχές που άφησαν εναγώνια την τελευταία πνοή τους μέσα στις λάσπες της οργής; Ποια θα είναι από εδώ και πέρα η ζωή του κάμπου και της υπόλοιπης Ελλάδας;
Τις πταίει λοιπόν; Τι φταίει λοιπόν; Ως πότε θα κοιμόμαστε; Ποια Κίρκη ήρθε και μας πότισε τα ποτά της; Η ματιά μας δεν πέφτει ψηλά μα χαμηλά… Αρκούμαστε στα ξεροκόκαλα που μας ρίχνουν, στα ρυπαρά θεάματα που μας παρέχουν. Όποιος θέλει να μας βγάλει από τη ραστώνη μας, μας ενοχλεί, τον απωθούμε σαν ιερόσυλο και ανεπιθύμητο εισβολέα. Τις πταίει λοιπόν; Οι κένταυροι του Πηλίου που καταρράκωσαν τις πλαγιές του; Φταίνε μήπως η Πίνδος και τα Χάσια που έκλαψαν πάρα πολύ και έκαναν κατακλυσμό;
Ας το καταλάβουμε επιτέλους. Φταίει το στραβό μας το κεφάλι και όχι ο Θεός που λεν πως μας μισεί!...
Σωτηρία Κοτίδου Χαριτοπούλου